- Η Υπαπαντή του Κυρίου
- Αγαθόδωρος, Μάρτυς *
- Γαβριήλ, Οσιομάρτυς *
- Ιορδάνης, Νεομάρτυς *
Η Υπαπαντή του Κυρίου - 2/2
3686 εμφανίσεις άρθρου
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ
(Λουκ. β΄, 22-40)
Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν
αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ
αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον
Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς ῾Ιεροσόλυμα παραστῆσαι
τῷ Κυρίῳ, 23 καθὼς γέγραπται ἐν
νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον
μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται,
24 καὶ τοῦ δοῦναι
θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου,
ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς
περιστερῶν. 25 Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν· 26 καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. 27 καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, 28 καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· 29 νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, 30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, 31 ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. 32 φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ. 33 Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς
λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. 34 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς
Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται
εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν
πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. 35 καὶ
σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται
ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν
ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.
36 Καὶ ἦν ῎Αννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς ᾿Ασήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, 37 καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν· 38 καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν ῾Ιερουσαλήμ.
39 Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ.
ΟΛΙΓΑ ΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ
Το
εκκλησιαστικό γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου, που εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς (β΄,
22-39), συνέβη σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του Ιησού. Επειδή, σύμφωνα με το
μωσαϊκό νόμο, ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και μάλιστα αγόρι, έπρεπε να
αφιερωθεί στον Θεό και συγχρόνως οι γονείς να προσφέρουν σε Αυτόν μία μικρή
θυσία από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια, σύμβολα τα μεν τρυγόνια,
του Ισραήλ και της εξ εθνών εκκλησίας, τα δε περιστέρια ότι ο Ιησούς Χριστός είναι
ο αρχηγός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Στην αυλή του μεγαλόπρεπου ναού του Σολομώντος πηγαινοέρχεται πολύς κόσμος. Άλλοι φέρνουν προσφορές στο ναό κι άλλοι προσεύχονται. Οι ιερείς απασχολημένοι. Ποιος είναι ο γέροντας που κάθεται στην άκρη της βεράντας; Τι να περιμένει άραγε; Είναι ο Συμεών, ο σεβάσμιος πρεσβύτης. Πολλά χρόνια πριν, ο Θεός του’ χε δώσει μια υπόσχεση. Πως δηλαδή, πριν πεθάνει θα δει το Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Θα έχει το μοναδικό προνόμιο να τον υποδεχτεί στο ναό αυτό.
Και
να! Ξαφνικά κάτι νιώθει. Κοιτάζει με τα’ αδύνατα μάτια του. Βλέπει ένα ζευγάρι απλών, φτωχών και ταπεινών ανθρώπων να έρχονται δειλά στο ναό για ν’ αφιερώσουν το μικρό αγόρι τους
στο Θεό, όπως ήταν συνήθεια των Εβραίων. Ήταν ο Μνήστωρ Ιωσήφ και η Μαρία. Η Μαρία
κρατούσε τον νεογέννητο Ιησού που ήταν πια σαράντα ημερών. Ο Ιωσήφ κρατούσε ένα
ζευγάρι περιστέρια, για θυσία στο ναό.
—
Έλα κόρη μου, δώσε μου το παιδί. Θα το οδηγήσω εγώ μπροστά στο ναό. Παίρνει στα
γέρικά του χέρια το μικρό Ιησού και τον οδηγεί μπροστά στην πύλη του ναού.
Νιώθει να πλημμυρίζει η ψυχή του από χαρά. Συγκινημένος άρχισε να δοξάζει το
Θεό:
«Τώρα μπορείς να ελευθερώσεις το δούλο Σου, Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο Σου ειρηνικά, διότι είδαν τα μάτια μου την σωτηρία Σου που ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών, φως προς αποκάλυψη των εθνών και δόξα του λαού Σου του Ισραήλ».
Κατόπιν
στράφηκε προς την Παναγία και λέγει:
«Αυτό εδώ το παιδί θα γίνει αιτία να
σωθούν, αλλά και να χαθούν πολλοί από το Ισραήλ. Όσοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν θα
αναστηθούν, όσοι δεν πιστέψουν θα χαθούν. Τη δική σου όμως καρδιά θα την
διαπεράσει σαν μαχαίρι ο πόνος».
Στο
ναό ήταν και η Άννα, μια ηλικιωμένη ογδόντα τεσσάρων χρόνων που ζούσε με νηστείες και
προσευχές. Κι αυτή, λοιπόν σαν είδε το Χριστό, άρχισε να μιλά με χαρά σ’ όλους
και να λέει πως αυτός θα φέρει τη σωτηρία στους ανθρώπους.
Σχετικά δε με τον Πρεσβύτη Συμεών, η Ορθόδοξη Παράδοση (όπως διασώζει ο
Μέγας Φώτιος) λέει ότι ο δίκαιος Συμεών αρκετά χρόνια πριν από την Γέννηση τού
Χριστού, επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα με άλλους νομοδιδασκάλους από κάποια
αποστολή, έκανε μαζί τους συζήτηση πάνω σε κάποια προφητικά κείμενα.
Μεταξύ αυτών συζητήθηκε και η
προφητεία του Ησαϊα: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει καί τέξεται Υιόν, καί
καλέσεις τό όνομα αυτού Εμμανουήλ» (στ΄ 14). Ο Συμεών, αν καί άνθρωπος με πολλή
ευλάβεια δυσπίστησε, και πρόβαλλε αντιρρήσεις για το αδύνατο της γεννήσεως από
παρθένο.
Ο
Συμεών λίγο αργότερα, γινόμενος μάρτυς κάποιου θαύματος, δοξολόγησε το Θεό γι’
αυτό που του φανέρωσε, και πεπεισμένος πια επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα με την
απόφαση της παραμονής, για το υπόλοιπο της ζωής του, στον ιερό χώρο του Ναού
αναμένοντας να ιδεί "ιδίοις όμμασιν" την εκπλήρωση της προφητείας.
Σε υπερεκατονταετή ηλικία αξιώθηκε να κρατήσει στην αγκαλιά του το Βρέφος Ιησού ζητώντας μετά απ’ αυτό την "απόλυσή" του από την ζωή, όπως είδαμε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, όπου ο Συμεών έψαλλε μία ωδή όταν κρατούσε το Βρέφος Ιησού στην αγκαλιά του και ευλόγησε το Θεό και Πατέρα Του. Αυτή η ωδή έχει γίνει μέρος των Ορθοδόξων ακολουθιών ψαλλόμενη κάθε βράδυ στον εσπερινό.
«Νυν
απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι
οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών. Φως εις
αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ».
Η Υπαπαντή του Κυρίου είναι μία από τις 12 μεγάλες εορτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας («Δωδεκάορτον»). Η λέξη Υπαπαντή σημαίνει προϋπάντηση-υπάντηση-υποδοχή.
Κατά την ολονυκτία της εορτής της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη, οι βασιλείς συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο Ναό των Βλαχερνών. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε μέχρι τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβύτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, χαριζόμενον ἡμῖν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἡμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ’ εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὗς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Σήμερον ἡ Πάναγνος Μαριάμ, τῷ Ναῷ προσάγει, ὥσπερ βρέφος τὸν Ποιητήν, ὃν ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ὁ Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεὸν αὐτὸν κηρύττει, κἂν σάρκα εἴληφε.