- Σισώης ο Μέγας, Όσιος *
- Αλεξανδρίων, Μάρτυς *
- Απολλώνιος, Μάρτυς *
- Αστείος, Επίσκοπος Δυρραχίου, Ιερομάρτυς *
- Είκοσι τέσσαρες Μάρτυρες *
- Επίμαχος, Μάρτυς *
- Εύρεσις τιμίων Λειψάνων Αγίας Ιουλιανής της παρθένου, Ρωσίδος *
- Λουκία η παρθένος, Ρήξος Βικάριος και άλλοι Μάρτυρες *
- Φιλήμων, Άρχιππος και Ονήσιμος, Μάρτυρες *
Σισώης ο Μέγας, Όσιος * - 6/7
5361 εμφανίσεις άρθρου
ΑΓΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΟΣΙΟΣ
Ο Αββάς Σισώης θρηνών μπροστά στον τάφο του βασιλιά των Ελλήνων, Μεγάλου Αλεξάνδρου.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Όσιος Σισώης έλαμψε με την πνευματική του σύνεση, την ταπεινοφροσύνη, τη φιλαδελφία και το ενδιαφέρον του στο να επιστρέψει και ένα μόνο αμαρτωλό.
Μεταξύ των ασκητών αναδείχτηκε ονομαστός και μέγας, αθλητής της πρώτης γραμμής, τύπος εγκράτειας, αλλά και ψυχή πού προσευχόταν για δικαίους και αδίκους, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και ιδιώτες, κληρικούς και λαϊκούς και γενικά για όλο τον κόσμο.
Στη γη ήταν, αλλά η ζωή του ήταν ουράνια.
Υψωμένος πάνω από τη σάρκα, που χαλιναγωγούσε τέλεια με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη θεία κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Η μνήμη του μένει υπόδειγμα σ’ όσους θέλουν την ασκητική ζωή, για να είναι γνήσιοι και πραγματικοί ασκητές, όχι μόνο με την αντοχή του σώματος, αλλά και με την πνευματική αναγέννηση και τη λάμψη της αρετής.
ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
-Έλεγαν περί του Αββά Σισώη, ότι, όταν επρόκειτο να πεθάνει, και ενώ ευρίσκονταν οι πατέρες της σκήτης γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του όπως ο ήλιος και είπε στους παρευρισκομένους ότι:
« Ο Άγιος Αντώνιος ήλθε». Και μετά από λίγο είπε:
«Να ο χορός των Προφητών ήλθε». Και πάλιν το πρόσωπο του έλαμψε περισσότερο και είπε:
«Να ο χορός των Αποστόλων ήλθε». Και διπλασιάστηκε ο φωτισμός του προσώπου του και άρχισε να ομιλεί με κάποιους.
Τότε τον ρώτησαν οι πατέρες:
-«Με ποιόν ομιλείς πάτερ»;
Και αυτός τους απάντησε:
-«Με τους Αγγέλους που ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή μου και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο για να μετανοήσω».
Και λέγουν προς αυτόν οι πατέρες:
-«Δεν έχεις ανάγκη μετανοίας πάτερ».
Και τους απάντησε ο Αββάς Σισώης:
-«Αλήθεια σας λέγω ότι δεν έχω βάλει ακόμη αρχή»!!!
Και έμαθαν πάντες ότι ήταν τέλειος. Και πάλι ξαφνικά έγινε το πρόσωπό του ολόλαμπρο και εφοβήθηκαν όλοι, που ήσαν κοντά του, και είπε προς αυτούς:
«Βλέπετε ο Κύριος ήλθε και λέγει, φέρετε μου το σκεύος της ερήμου», και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα και γέμισε όλο το κελλί του από άρρητη ευωδία.
--------
-Ένας μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη:
-«Έπεσα πάτερ. Τι να κάνω;»
-«Σήκω», του είπε, με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο άγιος Γέροντας.
-«Σηκώθηκα Αββά μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία», ομολόγησε με θλίψη ο αδελφός.
-«Και τι σε εμποδίζει να ξανασηκωθείς;»
-«Ως πότε Αββά» ρώτησε ο αδελφός.
-«Έως ότου να σε βρή ο θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση. Δεν είναι γραμμένο όπου ευρώ σε εκεί και κρινώ σε; Μόνο εύχου στον Θεό να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια.» του εξήγησε ο Αββάς Σισώης.
--------
-Τρία πράγματα με συγκλονίζουν, αδελφοί, έλεγε ο Αββάς Σισώης:
1. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
2. Η εμφάνισή μου ενώπιον του αδεκάστου Κριτού.
3. Η εναντίον μου καταδικαστική απόφαση
--------
- Λέγεται ότι όταν κάποτε Αββάς Σισώης επισκέφθηκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βλέποντας την ματαιότητα του κόσμου, είπε τα εξής λόγια:
«Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων, πώς ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον. Αι, αι, θάνατε, τις δύναται φυγείν σε».
Δηλαδή σε νεοελληνική απόδοση:
«Βλέποντάς σε, Τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την θεωρία σου και χύνω δάκρυα από την καρδιά, φέροντας στον νου μου το υπό όλων των ανθρώπων οφειλόμενο χρέος, δηλαδή του θανάτου, πώς και εγώ μέλλω να διέλθω από τέτοιο τέλος; ΄Ε, θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, πού μπορεί να διαφύγει από τα χέρια σου;»
Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. α’ . Τον συνάναρχον Λόγον.
Εκ παιδός γεωργήσας ζωήν την κρείττονα, των κατ΄αυτής ενεπλήσθης θεουργικών αγαθών, των αγγέλων μιμητά Σισώη Όσιε· όθεν ως ήλιος λαμπρός, απαυγάζεις τηλαυγώς, εν ώρα της σης εξόδου, δηλοποιών την σην δόξαν, και καταλάμπων τας ψυχάς ημών.
Έτερον Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. α’ . Τον συνάναρχον Λόγον.
Αμαρτίας ακάνθας κατεπυρπόλησας, τω πυρί εγκρατείας και χαμευνίας στερράς, και προς φως το νοητόν, μετήλθες όσιε. Όθεν Σισώη τοις χοροίς, των Αγγέλων συνοικιείς, και χαίρων αεί πρεσβεύεις, τω Κυρίω υπέρ των πίστει, επιτελούντων την σην μνήμην λαμπρώς.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Μεγαλυνάριον.
Νέκρωσιν Σισώη ζωοποιόν, παθών τη εκδύσει, ενδυσάμενος ολικώς, νεκρούς ως εξ ύπνου, τω ιερώ σου λόγω, εξήγειρας νεκρώσας τον παναλάστορα.