- Θέκλα η Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος
- Θαύμα Παναγίας Μυρτιδιώτισσας *
- Κόπρις, Όσιος *
Θέκλα η Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος - 24/9
6406 εμφανίσεις άρθρου
ΑΓΙΑ ΘΕΚΛΑ Η ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ισαπόστολος Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιο και ήταν θυγατέρα εθνικής οικογένειας, την δε μητέρα της την έλεγαν Θεόκλεια.
Μετεστράφη στην χριστιανική πίστη χάρη στα κηρύγματα του ίδιου του Αποστόλου Παύλου που τα έκανε στην γειτονική οικία του Ονησιφόρου.
Είχε ήδη μνηστευθεί κάποιον εθνικό ονόματι Θάμυρη.
Όταν αυτός και η μητέρα της Θεοκλεία αντιλήφθηκαν ότι είχε μεταστραφεί στην χριστιανική πίστη, προσπάθησαν να την κάνουν να πάρει πίσω την απόφασή της.
Όταν είδαν ότι αυτό ήταν ανώφελο, κατέδωσαν τον Απόστολο Παύλο στον ηγεμόνα Καστίλιο, ο οποίος τελικά αφού τον φυλάκισε, τον απέλασε.
Τότε η Θέκλα εγκατέλειψε τον μνηστήρα της και ακολούθησε τον Απόστολο στην Αντιόχεια της Πισιδίας.
Εκεί, ο πρώτος των μεγιστάνων της πόλεως ονόματι Αλέξανδρος, άνθρωπος πολύς εις την κακία και με άσωτο βίο, βλέποντας την ομορφιά της αγίας, ετρώθη από πονηρού έρωτος.
Επειδή η αγία δεν υπέκυπτε στο πονηρό του θέλημα και διακήρυσσε πως είναι ταπεινή δούλη Κυρίου που επιθυμεί να διατηρήσει την αγνότητα και την παρθενία της, ο Αλέξανδρος την διέβαλε στον Ανθύπατο της πόλεως με σκοπό να την θανατώσει.
Εξεδόθη, λοιπόν, διαταγή εναντίον της και την έριψαν σε άγρια θηρία.
Όμως η αγριότητα των θηρίων και ιδιαίτερα μιας λέαινας αγριώτερης όλων των άλλων, μετεβλήθει σε πραότητα και δεν επείραξαν καθόλου την αγία, αλλά περιεφέροντο δίπλα της και μάλιστα η άγρια λέαινα της "φιλούσε" τα πόδια!
Όμως το γεγονός αυτό, εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο τον Αλέξανδρο και τον Ανθύπατο και εκ νέου τη ρίχνουν σε αγριότερα θηρία, που εκτός των λεόντων υπήρχαν και θηριωδέστατες αρκούδες.
Μπροστά στο φοβερό αυτό θέαμα, η Αγία δεν έχασε την πίστη της και ο Θεός και πάλι την έσωσε από την μανία των θηρίων, τα οποία δεν την έβλαψαν καθόλου.
Αφού δε διαφυλάχθηκε από τα θηρία αβλαβής, βλέπει ένα λάκκον γεμάτον από νερόν. Kαι επειδή προ πολλού επεθύμει να βαπτισθή, διά τούτο εισέρχεται μέσα στο νερόν. Τότε συνέβει το εξής θαυμαστόν! Οι φώκιες πού ήταν μέσα στο νερό, αμέσως από θεία δύναμιν έμειναν νεκρές.
Mετά ταύτα εδέθη η Aγία κοντά εις δύο φοβερούς ταύρους του Aλεξάνδρου. Aλλά και από αυτούς έμεινεν αβλαβής. Για τούτο επειδή, τόσον ο ηγεμώνας, όσον και ο άρχοντας Aλέξανδρος άρχισαν να πιστεύουν, ότι επιχειρούσιν αδύνατα πράγματα, μάλιστα δε, επειδή και έβλεπον την ευγενεστάτην Tρύφαιναν να λυποθυμή από την υπερβολικήν λύπην πού εδοκίμαζε διά τα βάσανα της Αγίας Θέκλης, τούτου χάριν φοβηθέντες, αφήκαν την Aγίαν ελευθέραν, διά να ζη όπως θέλει.
Μετά από λίγο καιρό, αφού έλαβε την ελευθερίαν της η Aγία, πήγε εις τα Mύρα και αντάμωσε τον μακάριον Παύλον. Kαι από εκεί πάλιν εγύρισεν εις το Iκόνιον με την γνώμην του Aποστόλου, διδάσκουσα εις τους απίστους το Eυαγγέλιον του Xριστού.
Eπειτα, επήγεν εις την Σελεύκειαν. Μετά αφού απεμακρύνθει από αυτήν έως ένα μίλιον, ανέβη εις το βουνόν το καλούμενον Kαλαμών, και εκεί κατοικεί μέσα εις ένα σπήλαιον. Eκεί δε πολλάς ενοχλήσεις εδοκίμασεν η μακαρία από τους δαίμονας. Σύντομα δε έγινε πολύ γνωστή και ξακουστή σε όλους, τόσον διά τας αρετάς της, όσον και διά τα θαύματα και έτσι έγινε αφορμή να έλθουν κοντά της, πολλές γυναίκες ευγενείς και αρχοντίσσες, για να μπορέσουν να την μιμηθούν εις τον ζήλον και την μεγάλη άσκηση.
Eπειδή δε η Aγία εφαίνετο εις όλους άμισθος ιατρός της ψυχής και του σώματος, και εδίωκεν από τους ανθρώπους τους δαίμονας, εξ αιτίας αυτού εφθονήθη από τους ιατρούς της Σελευκείας. Για τούτο έστειλαν οι μιαροί εκείνοι μερικούς νέους ασελγείς διά να ατιμάσουν αυτήν. Aλλ’ η τιμία Θέκλα, γηραιά πλέον, βλέπουσα αυτούς ορμήσαντας κατ’ επάνω της αδιάντροπα, επικαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν. Kαι, ω του θαύματος! ακούει θείαν φωνήν οπού έλεγεν από ψηλά να εισέλθει μέσα εις την σχισθείσαν πέτραν, η οποία θα εσχίζετο δι’ αυτήν, και εκεί να αναπαυθή. Έτσι εγλύτωσε μεν από τα χέρια των ακολάστων εκείνων νέων, ανέβη δε η μακαρία ψυχή της εις τον νυμφίον της Xριστόν, σε ηλικία εννενήκοντα ετών.
Απολυτίκιον.
Ήχος δ . Ταχύ προκατάλαβε.
Του Παύλου συνέκδημος, ως καθαρά την ψυχήν, και πρώταθλος πέφηνας, εν γυναιξίν ευκλεώς, Χριστόν αγαπήσασα, συ γαρ της ευσέβειας, πτερωθείσα τω πόθω, ήθλησας υπέρ φύσιν, Ισαπόστολε Θέκλα διο σε ο Πανοικτίρμων νύμφην ηγάγετο.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ . Ως απαρχάς
Της παρθενίας τω κάλλει εξέλαμψας, μαρτυρίου στεφάνω κεκόσμησαι, αποστολήν πιστεύη Παρθένε ως ένδοξος, και του πυρός μεν την φλόγα, εις δρόσον μετέβαλες, του ταύρου δε τον θυμόν, προσευχή σου ημέρωσας ω Πρωτόαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Παύλου λαμπρυνθείσα ταις αστραπαίς, όλη καλή ώφθης, όλη άμωμος τω Χριστώ, Θέκλα Πρωτομάρτυς, υπερφυέσιν άθλοις, ων φαίδρυνον τη δόξη, τους σε γεραίροντας.
___
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρά τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα, σὺ γὰρ τῆς εὐσέβειας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστολε Θέκλα διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ΄. Ὡς ἀπαρχὰς
Τῆς παρθενίας τῷ κάλλει ἐξέλαμψας, μαρτυρίου στεφάνῳ κεκόσμησαι, ἀποστολὴν πιστεύῃ Παρθένε ὡς ἔνδοξος, καὶ τοῦ πυρὸς μὲν τὴν φλόγα, εἰς δρόσον μετέβαλες, τοῦ ταύρου δὲ τὸν θυμόν, προσευχῇ σου ἡμέρωσας ὦ Πρωτόαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Παύλου λαμπρυνθεῖσα ταῖς ἀστραπαῖς, ὅλη καλὴ ὤφθης, ὅλη ἄμωμος τῷ Χριστῷ, Θέκλα Πρωτομάρτυς, ὑπερφυέσιν ἄθλοις, ὧν φαίδρυνον τὴ δόξη, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Ο ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΚΛΑΣ
Η πλούσια ιεραποστολική δράση του ουρανοβάμονος Αποστόλου των Εθνών Παύλου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουν το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού άνδρες και γυναίκες που σαγηνεύτηκαν από το σταυροαναστάσιμο κήρυγμά του και αναδείχθηκαν κατόπιν πύρινοι κήρυκες της χριστιανικής διδασκαλίας. Ανάμεσα στις αγιασμένες μορφές που εγκολπώθηκαν τον Κύριο «ημών Ιησού Χριστό μέσα από τη διδασκαλία του μεγάλου κήρυκος και ευαγγελιστού της χριστιανικής αλήθειας, Αποστόλου Παύλου, είναι και η τιμωμένη από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 24 Σεπτεμβρίου πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού Αγία Θέκλα, η «του Παύλου συνέκδημος, ως καθαρά την ψυχήν, και πρώταθλος πέφηνας, εν γυναιξίν ευκλεώς», όπως υμνείται μέσα από το απολυτίκιό της.
Περί τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα και κατά τη διάρκεια της πρώτης αποστολικής του περιοδείας ο Απόστολος Παύλος έφτασε από την Αντιόχεια στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Στην περιοδεία του αυτή τον συνόδευαν ο Δημάς και ο Ερμογένης, οι οποίοι προσποιούνταν ότι είναι ευσεβείς, στην πραγματικότητα όμως διακρίνονταν για την πονηρία και την υποκρισία τους. Στο Ικόνιο ο Παύλος φιλοξενήθηκε μαζί με τους δύο συνοδούς του στο σπίτι του ευσεβούς Ονησιφόρου, ο οποίος τον υποδέχθηκε στην πόλη με ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη, ενώ μέσα από την ειρωνική συμπεριφορά των δύο συνοδών αντιλήφθηκε αμέσως τον πονηρό τρόπο σκέψης τους. Το σπίτι του Ονησιφόρου μετατράπηκε σύντομα σε χώρο διδασκαλίας του λόγου του Θεού και πλήθος ανθρώπων συνέρεε εκεί για να ακούσει το κήρυγμα του θεηγόρου Αποστόλου. Από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας καταγόταν όμως και η Θέκλα, η μετέπειτα ένδοξος πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού, η οποία ήταν κόρη ειδωλολατρών, κάποιου ευγενούς ανδρός που το όνομά του παραμένει άγνωστο και της Ελληνίδος Θεοκλείας, ενώ σε ηλικία δεκαοκτώ ετών αρραβωνιάστηκε μ’ έναν νέο, ονόματι Θάμυρι. Ακούγοντας η πάνσεμνος Θέκλα από ένα παράθυρο τους γλυκυτάτους και θεοπνεύστους λόγους του μακαρίου Παύλου, σαγηνεύτηκε τόσο πολύ από το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως, ώστε επί τρία ολόκληρα μερόνυχτα άκουγε με θαυμασμό και ευχαρίστηση το κήρυγμα για τον Ιησού Χριστό, λησμονώντας ακόμη και να φάει και να πιεί νερό.
Η απρόσμενη αυτή αλλαγή συμπεριφοράς της Θέκλας ανησύχησε τη μητέρα της, η οποία ενημέρωσε αμέσως τον αρραβωνιαστικό της, τον Θάμυρι, ζητώντας του να πάει αμέσως στο σπίτι του Ονησιφόρου, όπου ο Απόστολος Παύλος κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού, προκειμένου να την πείσει να επιστρέψει στο σπίτι της. Η Θέκλα όμως έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην απόφασή της να γίνει νύμφη του Χριστού και να διαφυλάξει την παρθενία της. Μάλιστα παρά τις απειλές του αρραβωνιαστικού της παρέμεινε προσηλωμένη στο κήρυγμα του ουρανοβάμονος Αποστόλου. Τότε ο Θάμυρις εξοργίστηκε για την επιμονή και προσκόλλησή της στη διδασκαλία του Παύλου και αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Μόλις οι δύο πανούργοι συνοδοί του Παύλου, ο Δημάς και ο Ερμογένης, αντιλήφθηκαν την οργή και την αγανάκτησή του, τον ενημέρωσαν ότι ο Παύλος διδάσκει ότι όποιος διαφυλάσσει την παρθενία του μένει αθάνατος. Έτσι με τον λόγο του αυτό παροτρύνονται οι γυναίκες να μένουν παρθένες και να χωρίζουν από τους άνδρες τους. Γι’ αυτό και οι δύο μιαροί συνοδοί του Παύλου παρότρυναν τον Θάμυρι να διαβάλει τον θεόπνευστο Απόστολο στον ηγεμόνα της πόλεως, ώστε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα φοβόταν η Θέκλα και θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στον σύζυγό της. Έτσι ο εξαγριωμένος Θάμυρις εισέβαλε στο σπίτι του Ονησιφόρου και οδήγησε δια της βίας τον Παύλο στον ηγεμόνα, ο οποίος έδωσε την εντολή να τον φυλακίσουν για μερικές ημέρες μέχρι να δικαστεί.
Μόλις πληροφορήθηκε η Θέκλα τα συμβάντα, αποφάσισε πυρπολουμένη από θείο έρωτα να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό και πήγε στη φυλακή και αφού πλησίασε τον δεσμοφύλακα, του έδωσε όλα τα χρυσά της κοσμήματα με την υπόσχεση να της επιτρέψει να επισκεφθεί τον Παύλο. Ο δεσμοφύλακας την άφησε και τότε η Θέκλα κατηχήθηκε από τον θεηγόρο Απόστολο στον θησαυρό της χριστιανικής πίστεως, γενομένη ένθερμος ακόλουθος του λόγου του Θεού. Όταν όμως άρχισε ο Θάμυρις να την αναζητά, την ανακάλυψε κατόπιν πληροφοριών από κάποιον δούλο μέσα στη φυλακή και μάλιστα καθισμένη μπροστά στα πόδια του Αποστόλου Παύλου. Το όλο θέαμα τον εξόργισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αποφάσισε να συγκεντρώσει τον όχλο και να πάει στον ηγεμόνα, ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία τόσο του Παύλου όσο και της Θέκλας. Έτσι κατ’ εντολήν του ηγεμόνα οδηγήθηκαν και οι δύο ενώπιόν του. Ο Παύλος αφέθηκε ελεύθερος, αφού πρώτα μαστιγώθηκε ανελέητα, κατόπιν δε αναγκάσθηκε να διωχθεί από το Ικόνιο. Για τη Θέκλα όμως δόθηκε η εντολή να καεί στη μέση του θεάτρου, για να φοβηθούν οι υπόλοιπες γυναίκες και να μην εγκαταλείπουν τους άνδρες τους. Η τιμωρία μάλιστα αυτή επελέγη με την προτροπή της ίδιας της μητέρας της που εξαγριώθηκε από την προσήλωση της κόρης της στον Παύλο. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή η ενάρετος και πάνσεμνος νύμφη του Χριστού Θέκλα ενισχύθηκε ψυχικά από την παρουσία του Κυρίου, ο Οποίος με τη μορφή του Παύλου κάθισε ανάμεσα στον όχλο που είχε συγκεντρωθεί στο θέατρο. Μόλις ενθαρρύνθηκε από τη θεόσταλτη αυτή παρουσία, είδε τον Κύριο να ανεβαίνει στους ουρανούς, γεγονός που την έκανε να βεβαιωθεί για την αυθεντικότητα της διδασκαλίας του Παύλου και της ακράδαντης αλήθειας που εμπεριέχεται στους θεόπνευστους λόγους του. Έτσι οπλισμένη με αξιοθαύμαστο θάρρος και ανείπωτη χαρά πορευόταν προς το μαρτύριο προς δόξαν του ονόματος του Κυρίου μας. Μόλις έβαλαν φωτιά και τη γύμνωσαν, ο ηγεμόνας κυριεύτηκε από βαθιά λύπη, αντικρίζοντας την απερίγραπτη ομορφιά της νεαρής κοπέλας. Η Θέκλα όμως έμεινε ακλόνητη στην πίστη της και προσευχόταν αδιάλειπτα στον Νυμφίο Χριστό. Η παρουσία και η θαυματουργική Του επέμβαση δεν άργησε να φανεί, αφού ισχυρές βροντές και αστραπές γέμισαν τον ουρανό, ενώ στη συνέχεια η ισχυρότατη βροχόπτωση σε συνδυασμό και με το χοντρό χαλάζι έσβησαν τη φωτιά. Παράλληλα πολλοί που είχαν έρθει στο θέατρο για να παρακολουθήσουν την τιμωρία της «άνομης» Θέκλας, βρήκαν ακαριαίο θάνατο.
Μετά τη διάσωσή της δια της πανσθενουργού χάριτος του Θεού ενδύθηκε το ιμάτιό της και αναζήτησε τον Παύλο, ο οποίος μαζί με τον Ονησιφόρο και την οικογένειά του είχαν καταφύγει σ’ έναν παλιό τάφο. Εκεί κρύβονταν χωρίς τροφή επί τρεις ολόκληρες ημέρες, για να αποφύγουν τη σύλληψη. Όμως η έλλειψη τροφής ανάγκασε τον Παύλο να πουλήσει το πανωφόρι του προκειμένου να αγοράσει με τα χρήματα ψωμί. Γι᾽αυτό και έστειλε ένα παιδί του Ονησιφόρου στην αγορά. Εκεί το νεαρό παιδί συνάντησε έκπληκτο τη Θέκλα, αφού πίστευε ότι είχε ριχθεί στη φωτιά και δεν ζούσε πλέον. Αφού βεβαιώθηκε για την ύπαρξή της, την οδήγησε στο μυστικό καταφύγιο του Παύλου, ο οποίος προσευχόταν όλο αυτό το διάστημα για τη σωτηρία της. Η συνάντηση του Παύλου με τη Θέκλα δημιούργησε ατμόσφαιρα απερίγραπτης πνευματικής αγαλλίασης, ενώ η Θέκλα ζήτησε από τον Παύλο να της κόψει τα μαλλιά και να φορέσει ανδρικά ενδύματα για να γίνει πιστή και αχώριστη συνοδοιπόρος στις ιεραποστολικές του περιοδείες. Ο Παύλος όμως αρνήθηκε μία τέτοια πρόταση, διότι πίστευε ότι λόγω της ομορφιάς της θα κινδύνευε να αντιμετωπίσει πειρασμό, ο οποίος θα ήταν πολύ χειρότερος από τον πρώτο. Του ζήτησε όμως να τη σταυρώσει για να την ενισχύσει η χάρις του Θεού, ώστε να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία και κάθε πειρασμό.
Στο μεταξύ ο Ονησιφόρος με την οικογένειά του επέστρεψε στο Ικόνιο, ενώ ο Παύλος με τη Θέκλα αναχώρησαν για την Αντιόχεια. Φτάνοντας εκεί συναντήθηκαν με τον πρώτο άρχοντα της πόλεως, τον Αλέξανδρο, ο οποίος διακρινόταν για την πανουργία και την ανήθικη ζωή του. Μόλις αντίκρισε τη Θέκλα, κυριεύτηκε από ισχυρή ερωτική έλξη. Γι’ αυτό τη ζήτησε για σύζυγό του από τον Παύλο, με την υπόσχεση ότι θα του δώσει ως αντάλλαγμα το χρηματικό ποσό που θα επιθυμούσε. Μάλιστα ο Αλέξανδρος την άρπαξε και άρχισε να τη φιλάει στη μέση του δρόμου μπροστά στον κόσμο. Η πάνσεμνος κόρη δεν έχασε το θάρρος και την ψυχραιμία της και αφού απέρριψε την προκλητική και ξεδιάντροπη πρότασή του, του έσχισε το πανωφόρι του και έριξε από το κεφάλι του το στέμμα που φορούσε. Η στάση αυτή της Θέκλας γελοιοποίησε τον Αλέξανδρο, ο οποίος εξοργισμένος την απείλησε ότι εάν δεν συμμορφωθεί στην επιθυμία του, θα τη διαβάλει στον ανθύπατο και θα του ζητήσει να τη θανατώσουν. Η Θέκλα έμεινε όμως σταθερή και ακλόνητη στην επιλογή της να έχει Νυμφίο τον Ιησού Χριστό. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να κατηγορηθεί στον ανθύπατο ως ιερόσυλος και να δοθεί η εντολή να ριχθεί στα άγρια σαρκοφάγα θηρία.
Μέχρι όμως να εκτελεσθεί η ποινή, η Θέκλα ζήτησε να την παραδώσουν σε μία ενάρετη γυναίκα για να τη διαφυλάξει καθαρή και αμόλυντη για τρεις ημέρες. Ο ανθύπατος την παρέδωσε τότε στην Τρύφαινα, η οποία πρόσφατα είχε χάσει την κόρη της, τη Φαλκονίλλα. Μάλιστα την περιέβαλε με τέτοια αγάπη και στοργή, ώστε την είχε σαν κόρη της. Όταν έφτασε η κρίσιμη στιγμή, ρίχθηκε δεμένη η Θέκλα στα άγρια θηρία. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και μία άγρια λέαινα, η οποία αντί να επιτεθεί στην Αγία, δεν την πείραξε καθόλου. Τότε ο όχλος που παρακολουθούσε έκπληκτος το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο, θεώρησε ότι η καταδίκη της Θέκλας ήταν άδικη, ενώ η Τρύφαινα πήρε τη Θέκλα και την οδήγησε στο σπίτι, όπου φιλοξενείτο. Μάλιστα η ενάρετη αυτή γυναίκα είδε στον ύπνο της την κεκοιμημένη κόρη της να της λέει να έχει τη Θέκλα ως μονάκριβο και αγαπημένο της παιδί, παρακάλεσε δε τη μητέρα της να ζητήσει από τη Θέκλα να προσευχηθεί στον Κύριο για να την αναπαύσει μεταξύ των Δικαίων, όπως και έπραξε με μεγάλη προθυμία. Ο ανθύπατος όμως ήρθε στο σπίτι, όπου φιλοξενείτο η Θέκλα και απαίτησε από την Τρύφαινα να τη στείλει για να θανατωθεί. Η Τρύφαινα αρνήθηκε να παραδώσει τη νέα της κόρη, αλλά εστάλησαν στρατιώτες και την πήραν με τη βία. Τότε η ενάρετη γυναίκα που επέδειξε τόση αγάπη και ευσπλαχνία στη Θέκλα, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται, λέγοντας ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα συνοδεύσει στον τάφο τη δεύτερη αγαπημένη κόρη της. Έτσι η Θέκλα οδηγήθηκε και πάλι στα άγρια θηρία, αλλά με τη χάρη του Θεού έμεινε και πάλι αβλαβής. Το γεγονός προκάλεσε απόγνωση και οργή και τότε αποφασίστηκε να τη ρίξουν σε μία λίμνη με άγριες φώκιες για να την κατασπαράξουν. Η Αγία όμως προσευχήθηκε στον Κύριο και μπαίνοντας μέσα στο νερό της λίμνης, έλαβε δια της χάριτος του Κυρίου το Άγιο Βάπτισμα, ενώ η επέμβαση του Θεού ήταν καταλυτική, αφού αστραπές του ουρανού έπεσαν με τη μορφή φωτιάς στις φώκιες και τις έκαψαν. Η εκ νέου ανεπιτυχής προσπάθεια θανάτωσης της Αγίας εξόργισε και πάλι τον Αλέξανδρο, ο οποίος διέταξε τον ανθύπατο να ρίξει τη Θέκλα σε δύο άγριους ταύρους, αλλά και πάλι η χάρις του Θεού την προστάτευσε. Βλέποντας η Τρύφαινα τις συνεχιζόμενες αποτρόπαιες προσπάθειες θανάτωσης της Θέκλας, έπεσε κάτω λιπόθυμη, γεγονός που τρομοκράτησε τον Αλέξανδρο και τον ανθύπατο, επειδή η Τρύφαινα ήταν συγγενής του Καίσαρα. Στην περίπτωση μάλιστα που πληροφορείτο ο Καίσαρας τα συμβάντα, θα μπορούσε να τους τιμωρήσει. Γι’ αυτό και ο ανθύπατος κάλεσε τη Θέκλα για να του εξηγήσει τα δυσερμήνευτα που συμβαίνουν. Τότε η Αγία ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι ο μόνος αληθινός Θεός που προστατεύει όποιον Τον πιστεύει και Τον ομολογεί. Μόλις άκουσε αυτά ο ανθύπατος, διέταξε να την αφήσουν ελεύθερη.
Κατόπιν η Θέκλα αναχώρησε για τα Μύρα της Λυκίας, επειδή είχε πληροφορηθεί ότι εκεί βρίσκεται ο Απόστολος Παύλος. Κατά τη συνάντηση τους ο ουρανοβάμων Απόστολος της είπε ότι την άφησε μόνη για τη δική της πνευματική ωφέλεια, αφού έπρεπε να μάθει να στηρίζεται αποκλειστικά στον Κύριο και τη δύναμή Του και όχι στη δική του συμπαράσταση και βοήθεια. Μάλιστα την πνευματική αυτή ωφέλεια ομολόγησε και η ίδια η Αγία, η οποία χάρη στον Κύριο υπέμεινε τόσα βασανιστήρια, αλλά και διαφύλαξε την καθαρότητα της ψυχής και του σώματός της. Κατόπιν ο Παύλος την προέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα της, το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, όπως και έπραξε. Φτάνοντας εκεί επισκέφθηκε τον Ονησιφόρο στο σπίτι του, αλλά και τον τάφο έξω από την πόλη, όπου είχαν καταφύγει παλαιότερα ο Παύλος και ο Ονησιφόρος. Παράλληλα προσευχήθηκε για να την καθοδηγήσει ο Κύριος στην πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει. Στο μεταξύ πληροφορήθηκε τον θάνατο του άλλοτε μνηστήρα της, του Θάμυρι, ενώ η προσπάθειά της να διδάξει τον λόγο του Θεού στη ειδωλολάτρισσα μητέρα της, τη Θεόκλεια, υπήρξε άκαρπη και αναποτελεσματική.
Κατόπιν καθ’ υπόδειξη του Κυρίου κατευθύνθηκε από το Ικόνιο στη Σελεύκεια που βρίσκεται στον ποταμό Ορόντη και από εκεί ανέβηκε στο βουνό Καλαμών που βρίσκεται στην πόλη Μααλούλα της Συρίας. Σ’ αυτό το βουνό ανακάλυψε ένα σπήλαιο,(*) στο οποίο εγκαταβίωσε για πολλά χρόνια αντιμετωπίζοντας ποικίλους δαιμονικούς πειρασμούς, τους οποίους κατενίκησε με την πανσθενουργό χάρη του Κυρίου. Η φωταυγής ασκητική της παρουσία στο σπήλαιο άρχισε στο μεταξύ να προσελκύει ολοένα και περισσότερες γυναίκες που την επισκέπτονταν για να ωφεληθούν πνευματικά. Μάλιστα πολλές από αυτές την ακολούθησαν στην αρετή της ασκήσεως και εγκατέλειψαν τον κοσμικό τρόπο ζωής και σκέψης. Αλλά και πολλοί άνθρωποι που υπέφεραν από ψυχικά και σωματικά νοσήματα, θεραπεύτηκαν από τη δύναμη της προσευχής της στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Όμως οι ιατροί της περιοχής πληροφορούμενοι ότι η Αγία Θέκλα έχει αναδειχθεί σε επιφανή άμισθο ιατρό, που θεραπεύει δωρεάν τους προστρέχοντες σ’ αυτήν ασθενείς, αισθάνθηκαν τόσο μεγάλο φθόνο, ώστε άρχισαν να τη συκοφαντούν, ισχυριζόμενοι ότι είναι ιέρεια της θεάς Αρτέμιδος και με τη βοήθεια αυτής επιτελεί τα θαύματα και διατηρεί την παρθενία της. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να της στείλουν ασελγείς νεαρούς για να τη μολύνουν σωματικά. Η Αγία Θέκλα δεν έχασε όμως το θάρρος της και τους αντιμετώπισε με ψυχραιμία, επικαλούμενη τη βοήθεια του Θεού. Αφού προσευχήθηκε στον Κύριο ζητώντάς Του να διαφυλάξει την παρθενία της, ακούστηκε θεϊκή φωνή που της έλεγε ότι η πέτρα που βρίσκεται ενώπιόν της θα σχισθεί γι’ αυτήν και εκεί μέσα θα κατοικήσει αιώνια. Μόλις ακούστηκαν αυτά τα θεόπνευστα λόγια, σχίσθηκε μία μεγάλη πέτρα και αφού πέρασε η Αγία μέσα, η πέτρα ξανάκλεισε. Οι ασελγείς νεαροί που προσπάθησαν να τη μιάνουν, έμειναν άναυδοι από το υπερφυές αυτό γεγονός και το μόνο που πρόλαβαν, ήταν να αρπάξουν τον χιτώνα που φορούσε στους ώμους της. Έτσι η πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού Αγία Θέκλα σε ηλικία 90 ετών έλαβε τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος για να συνευφραίνεται μαζί με τους υπόλοιπους μάρτυρες της πίστεως δίπλα στον Νυμφίο Χριστό.
Η τιμωμένη από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 24 Σεπτεμβρίου πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού Αγία Θέκλα, προβάλλεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας ως φωτεινό πρότυπο ακλόνητης πίστεως με αγωνιστικό και ιεραποστολικό φρόνημα και ως απαράμιλλο σύμβολο ψυχικής και σωματικής καθαρότητος, αφού επέλεξε στην επίγεια διαδρομή της ως μοναδικό και αχώριστο συνοδοιπόρο και συμπαραστάτη τον αρχηγό της πίστεώς μας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
(Από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τομ. Θ )
________
(*)
Το σπήλαιο, όπου ασκήτευσε, βρίσκεται σύμφωνα με μαρτυρία του Πατριάρχου Αντιοχείας Μακαρίου Γ´ και ο τάφος της, ενώ στην ανατολική πλευρά του σπηλαίου υπάρχει μία πηγή με αγίασμα. Στον ευλογημένο αυτό χώρο ιδρύθηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα το ορθόδοξο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας (Mar Taqla), το οποίο ανήκει στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και είναι ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Συρίας. Δίπλα στο μοναστήρι και μεταξύ των τεράστιων βράχων υπάρχει ένα φαράγγι, το οποίο είναι ο βράχος που σχίσθηκε για να κρύψει την Αγία. Δυστυχώς το ιστορικό αυτό μοναστήρι καταστράφηκε και λεηλατήθηκε ολοσχερώς από τους φανατικούς ισλαμιστές αντάρτες τον Δεκέμβριο του 2013. Επ’ ονόματι της Αγίας πρωτομάρτυρος και ισαποστόλου Θέκλης είναι αφιερωμένη και περιώνυμη ιερά μονή στο χωριό Μοσφιλωτή της επαρχίας Λάρνακος στην Κύπρο, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα από την Αγία Ελένη σύμφωνα με την επιχώρια προφορική παράδοση που κατέγραψε το 1815 ο Άγγλος περιηγητής Γουίλλιαμ Τέρνερ. Όταν έφτασε η Αγία Ελένη στην περιοχή αυτή της Κύπρου, ανέπεμψε δέηση στον Θεό, οπότε άρχισε να ρέει από τη γη αγίασμα, το οποίο υφίσταται μέχρι σήμερα και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία δερματικών νοσημάτων. Πάνω από το σημείο που έρεε το αγίασμα, ανήγειρε κατόπιν ναό αφιερωμένο στην Αγία Θέκλα.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλας στην Συρία όπου βρίσκεται και το σπήλαιο
ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΑ
Ο ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΚΛΑΣ
Ἡ πλούσια ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ οὐρανοβάμονος Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσουν τὸ σωτήριο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ σαγηνεύτηκαν ἀπὸ τὸ σταυροαναστάσιμο κήρυγμά του καὶ ἀναδείχθηκαν κατόπιν πύρινοι κήρυκες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἀνάμεσα στὶς ἁγιασμένες μορφὲς ποὺ ἐγκολπώθηκαν τὸν Κύριο «ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ μεγάλου κήρυκος καὶ εὐαγγελιστοῦ τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι καὶ ἡ τιμωμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στὶς 24 Σεπτεμβρίου πρωτομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Θέκλα, ἡ «τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρὰ τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς», ὅπως ὑμνεῖται μέσα ἀπὸ τὸ ἀπολυτίκιό της.
Περὶ τὰ μέσα τοῦ 1ου μ.Χ. αἰώνα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πρώτης ἀποστολικῆς του περιοδείας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔφτασε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὸ Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Στὴν περιοδεία του αὐτὴ τὸν συνόδευαν ὁ Δημᾶς καὶ ὁ Ἑρμογένης, οἱ ὁποῖοι προσποιοῦνταν ὅτι εἶναι εὐσεβεῖς, στὴν πραγματικότητα ὅμως διακρίνονταν γιὰ τὴν πονηρία καὶ τὴν ὑποκρισία τους. Στὸ Ἰκόνιο ὁ Παῦλος φιλοξενήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς δύο συνοδούς του στὸ σπίτι τοῦ εὐσεβοῦς Ὀνησιφόρου, ὁ ὁποῖος τὸν ὑποδέχθηκε στὴν πόλη μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, ἐνῶ μέσα ἀπὸ τὴν εἰρωνικὴ συμπεριφορὰ τῶν δύο συνοδῶν ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τὸν πονηρὸ τρόπο σκέψης τους. Τὸ σπίτι τοῦ Ὀνησιφόρου μετατράπηκε σύντομα σὲ χῶρο διδασκαλίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ πλῆθος ἀνθρώπων συνέρεε ἐκεῖ γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ κήρυγμα τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου. Ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καταγόταν ὅμως καὶ ἡ Θέκλα, ἡ μετέπειτα ἔνδοξος πρωτομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἦταν κόρη εἰδωλολατρῶν, κάποιου εὐγενοῦς ἀνδρὸς ποὺ τὸ ὄνομά του παραμένει ἄγνωστο καὶ τῆς Ἑλληνίδος Θεοκλείας, ἐνῶ σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν ἀρραβωνιάστηκε μ’ ἕναν νέο, ὀνόματι Θάμυρι. Ἀκούγοντας ἡ πάνσεμνος Θέκλα ἀπὸ ἕνα παράθυρο τοὺς γλυκυτάτους καὶ θεοπνεύστους λόγους τοῦ μακαρίου Παύλου, σαγηνεύτηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὥστε ἐπὶ τρία ὁλόκληρα μερόνυχτα ἄκουγε μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐχαρίστηση τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, λησμονώντας ἀκόμη καὶ νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ νερό.
Ἡ ἀπρόσμενη αὐτὴ ἀλλαγὴ συμπεριφορᾶς τῆς Θέκλας ἀνησύχησε τὴ μητέρα της, ἡ ὁποία ἐνημέρωσε ἀμέσως τὸν ἀρραβωνιαστικό της, τὸν Θάμυρι, ζητώντας του νὰ πάει ἀμέσως στὸ σπίτι τοῦ Ὀνησιφόρου, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νὰ τὴν πείσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι της. Ἡ Θέκλα ὅμως ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν ἀπόφασή της νὰ γίνει νύμφη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ διαφυλάξει τὴν παρθενία της. Μάλιστα παρὰ τὶς ἀπειλὲς τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της παρέμεινε προσηλωμένη στὸ κήρυγμα τοῦ οὐρανοβάμονος Ἀποστόλου. Τότε ὁ Θάμυρις ἐξοργίστηκε γιὰ τὴν ἐπιμονὴ καὶ προσκόλλησή της στὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ. Μόλις οἱ δύο πανοῦργοι συνοδοὶ τοῦ Παύλου, ὁ Δημᾶς καὶ ὁ Ἑρμογένης, ἀντιλήφθηκαν τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησή του, τὸν ἐνημέρωσαν ὅτι ὁ Παῦλος διδάσκει ὅτι ὅποιος διαφυλάσσει τὴν παρθενία του μένει ἀθάνατος. Ἔτσι μὲ τὸν λόγο του αὐτὸ παροτρύνονται οἱ γυναῖκες νὰ μένουν παρθένες καὶ νὰ χωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ δύο μιαροὶ συνοδοὶ τοῦ Παύλου παρότρυναν τὸν Θάμυρι νὰ διαβάλει τὸν θεόπνευστο Ἀπόστολο στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως, ὥστε νὰ τιμωρηθεῖ παραδειγματικά. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ φοβόταν ἡ Θέκλα καὶ θὰ ἀναγκαζόταν νὰ ἐπιστρέψει στὸν σύζυγό της. Ἔτσι ὁ ἐξαγριωμένος Θάμυρις εἰσέβαλε στὸ σπίτι τοῦ Ὀνησιφόρου καὶ ὁδήγησε διὰ τῆς βίας τὸν Παῦλο στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν φυλακίσουν γιὰ μερικὲς ἡμέρες μέχρι νὰ δικαστεῖ.
Μόλις πληροφορήθηκε ἡ Θέκλα τὰ συμβάντα, ἀποφάσισε πυρπολουμένη ἀπὸ θεῖο ἔρωτα νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ ἀφοῦ πλησίασε τὸν δεσμοφύλακα, τοῦ ἔδωσε ὅλα τὰ χρυσά της κοσμήματα μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Παῦλο. Ὁ δεσμοφύλακας τὴν ἄφησε καὶ τότε ἡ Θέκλα κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν θεηγόρο Ἀπόστολο στὸν θησαυρὸ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, γενομένη ἔνθερμος ἀκόλουθος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἄρχισε ὁ Θάμυρις νὰ τὴν ἀναζητᾶ, τὴν ἀνακάλυψε κατόπιν πληροφοριῶν ἀπὸ κάποιον δοῦλο μέσα στὴ φυλακὴ καὶ μάλιστα καθισμένη μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τὸ ὅλο θέαμα τὸν ἐξόργισε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀποφάσισε νὰ συγκεντρώσει τὸν ὄχλο καὶ νὰ πάει στὸν ἡγεμόνα, ζητώντας τὴν παραδειγματικὴ τιμωρία τόσο τοῦ Παύλου ὅσο καὶ τῆς Θέκλας. Ἔτσι κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἡγεμόνα ὁδηγήθηκαν καὶ οἱ δύο ἐνώπιόν του. Ὁ Παῦλος ἀφέθηκε ἐλεύθερος, ἀφοῦ πρῶτα μαστιγώθηκε ἀνελέητα, κατόπιν δὲ ἀναγκάσθηκε νὰ διωχθεῖ ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο. Γιὰ τὴ Θέκλα ὅμως δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ καεῖ στὴ μέση τοῦ θεάτρου, γιὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ ὑπόλοιπες γυναῖκες καὶ νὰ μὴν ἐγκαταλείπουν τοὺς ἄνδρες τους. Ἡ τιμωρία μάλιστα αὐτὴ ἐπελέγη μὲ τὴν προτροπὴ τῆς ἴδιας τῆς μητέρας της ποὺ ἐξαγριώθηκε ἀπὸ τὴν προσήλωση τῆς κόρης της στὸν Παῦλο. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ἡ ἐνάρετος καὶ πάνσεμνος νύμφη τοῦ Χριστοῦ Θέκλα ἐνισχύθηκε ψυχικὰ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Παύλου κάθισε ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ στὸ θέατρο. Μόλις ἐνθαρρύνθηκε ἀπὸ τὴ θεόσταλτη αὐτὴ παρουσία, εἶδε τὸν Κύριο νὰ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς, γεγονὸς ποὺ τὴν ἔκανε νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν αὐθεντικότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου καὶ τῆς ἀκράδαντης ἀλήθειας ποὺ ἐμπεριέχεται στοὺς θεόπνευστους λόγους του. Ἔτσι ὁπλισμένη μὲ ἀξιοθαύμαστο θάρρος καὶ ἀνείπωτη χαρὰ πορευόταν πρὸς τὸ μαρτύριο πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας. Μόλις ἔβαλαν φωτιὰ καὶ τὴ γύμνωσαν, ὁ ἡγεμόνας κυριεύτηκε ἀπὸ βαθιὰ λύπη, ἀντικρίζοντας τὴν ἀπερίγραπτη ὀμορφιὰ τῆς νεαρῆς κοπέλας. Ἡ Θέκλα ὅμως ἔμεινε ἀκλόνητη στὴν πίστη της καὶ προσευχόταν ἀδιάλειπτα στὸν Νυμφίο Χριστό. Ἡ παρουσία καὶ ἡ θαυματουργική Του ἐπέμβαση δὲν ἄργησε νὰ φανεῖ, ἀφοῦ ἰσχυρὲς βροντὲς καὶ ἀστραπὲς γέμισαν τὸν οὐρανό, ἐνῶ στὴ συνέχεια ἡ ἰσχυρότατη βροχόπτωση σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὸ χοντρὸ χαλάζι ἔσβησαν τὴ φωτιά. Παράλληλα πολλοὶ ποὺ εἶχαν ἔρθει στὸ θέατρο γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν τιμωρία τῆς «ἄνομης» Θέκλας, βρῆκαν ἀκαριαῖο θάνατο.
Μετὰ τὴ διάσωσή της διὰ τῆς πανσθενουργοῦ χάριτος τοῦ Θεοῦ ἐνδύθηκε τὸ ἱμάτιό της καὶ ἀναζήτησε τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Ὀνησιφόρο καὶ τὴν οἰκογένειά του εἶχαν καταφύγει σ’ ἕναν παλιὸ τάφο. Ἐκεῖ κρύβονταν χωρὶς τροφὴ ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρες ἡμέρες, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴ σύλληψη. Ὅμως ἡ ἔλλειψη τροφῆς ἀνάγκασε τὸν Παῦλο νὰ πουλήσει τὸ πανωφόρι του προκειμένου νὰ ἀγοράσει μὲ τὰ χρήματα ψωμί. Γι᾽αὐτὸ καὶ ἔστειλε ἕνα παιδὶ τοῦ Ὀνησιφόρου στὴν ἀγορά. Ἐκεῖ τὸ νεαρὸ παιδὶ συνάντησε ἔκπληκτο τὴ Θέκλα, ἀφοῦ πίστευε ὅτι εἶχε ριχθεῖ στὴ φωτιὰ καὶ δὲν ζοῦσε πλέον. Ἀφοῦ βεβαιώθηκε γιὰ τὴν ὕπαρξή της, τὴν ὁδήγησε στὸ μυστικὸ καταφύγιο τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος προσευχόταν ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα γιὰ τὴ σωτηρία της. Ἡ συνάντηση τοῦ Παύλου μὲ τὴ Θέκλα δημιούργησε ἀτμόσφαιρα ἀπερίγραπτης πνευματικῆς ἀγαλλίασης, ἐνῶ ἡ Θέκλα ζήτησε ἀπὸ τὸν Παῦλο νὰ τῆς κόψει τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ φορέσει ἀνδρικὰ ἐνδύματα γιὰ νὰ γίνει πιστὴ καὶ ἀχώριστη συνοδοιπόρος στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες. Ὁ Παῦλος ὅμως ἀρνήθηκε μία τέτοια πρόταση, διότι πίστευε ὅτι λόγῳ τῆς ὀμορφιᾶς της θὰ κινδύνευε νὰ ἀντιμετωπίσει πειρασμό, ὁ ὁποῖος θὰ ἦταν πολὺ χειρότερος ἀπὸ τὸν πρῶτο. Τοῦ ζήτησε ὅμως νὰ τὴ σταυρώσει γιὰ νὰ τὴν ἐνισχύσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσει κάθε δυσκολία καὶ κάθε πειρασμό.
Στὸ μεταξὺ ὁ Ὀνησιφόρος μὲ τὴν οἰκογένειά του ἐπέστρεψε στὸ Ἰκόνιο, ἐνῶ ὁ Παῦλος μὲ τὴ Θέκλα ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Φτάνοντας ἐκεῖ συναντήθηκαν μὲ τὸν πρῶτο ἄρχοντα τῆς πόλεως, τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν πανουργία καὶ τὴν ἀνήθικη ζωή του. Μόλις ἀντίκρισε τὴ Θέκλα, κυριεύτηκε ἀπὸ ἰσχυρὴ ἐρωτικὴ ἕλξη. Γι’ αὐτὸ τὴ ζήτησε γιὰ σύζυγό του ἀπὸ τὸν Παῦλο, μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ τοῦ δώσει ὡς ἀντάλλαγμα τὸ χρηματικὸ ποσὸ ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσε. Μάλιστα ὁ Ἀλέξανδρος τὴν ἅρπαξε καὶ ἄρχισε νὰ τὴ φιλάει στὴ μέση τοῦ δρόμου μπροστὰ στὸν κόσμο. Ἡ πάνσεμνος κόρη δὲν ἔχασε τὸ θάρρος καὶ τὴν ψυχραιμία της καὶ ἀφοῦ ἀπέρριψε τὴν προκλητικὴ καὶ ξεδιάντροπη πρότασή του, τοῦ ἔσχισε τὸ πανωφόρι του καὶ ἔριξε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὸ στέμμα ποὺ φοροῦσε. Ἡ στάση αὐτὴ τῆς Θέκλας γελοιοποίησε τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἐξοργισμένος τὴν ἀπείλησε ὅτι ἐὰν δὲν συμμορφωθεῖ στὴν ἐπιθυμία του, θὰ τὴ διαβάλει στὸν ἀνθύπατο καὶ θὰ τοῦ ζητήσει νὰ τὴ θανατώσουν. Ἡ Θέκλα ἔμεινε ὅμως σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν ἐπιλογή της νὰ ἔχει Νυμφίο τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ κατηγορηθεῖ στὸν ἀνθύπατο ὡς ἱερόσυλος καὶ νὰ δοθεῖ ἡ ἐντολὴ νὰ ριχθεῖ στὰ ἄγρια σαρκοφάγα θηρία.
Μέχρι ὅμως νὰ ἐκτελεσθεῖ ἡ ποινή, ἡ Θέκλα ζήτησε νὰ τὴν παραδώσουν σὲ μία ἐνάρετη γυναίκα γιὰ νὰ τὴ διαφυλάξει καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὁ ἀνθύπατος τὴν παρέδωσε τότε στὴν Τρύφαινα, ἡ ὁποία πρόσφατα εἶχε χάσει τὴν κόρη της, τὴ Φαλκονίλλα. Μάλιστα τὴν περιέβαλε μὲ τέτοια ἀγάπη καὶ στοργή, ὥστε τὴν εἶχε σὰν κόρη της. Ὅταν ἔφτασε ἡ κρίσιμη στιγμή, ρίχθηκε δεμένη ἡ Θέκλα στὰ ἄγρια θηρία. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ἦταν καὶ μία ἄγρια λέαινα, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ ἐπιτεθεῖ στὴν Ἁγία, δὲν τὴν πείραξε καθόλου. Τότε ὁ ὄχλος ποὺ παρακολουθοῦσε ἔκπληκτος τὸ ἀνεξήγητο αὐτὸ φαινόμενο, θεώρησε ὅτι ἡ καταδίκη τῆς Θέκλας ἦταν ἄδικη, ἐνῶ ἡ Τρύφαινα πῆρε τὴ Θέκλα καὶ τὴν ὁδήγησε στὸ σπίτι, ὅπου φιλοξενεῖτο. Μάλιστα ἡ ἐνάρετη αὐτὴ γυναίκα εἶδε στὸν ὕπνο της τὴν κεκοιμημένη κόρη της νὰ τῆς λέει νὰ ἔχει τὴ Θέκλα ὡς μονάκριβο καὶ ἀγαπημένο της παιδί, παρακάλεσε δὲ τὴ μητέρα της νὰ ζητήσει ἀπὸ τὴ Θέκλα νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ νὰ τὴν ἀναπαύσει μεταξὺ τῶν Δικαίων, ὅπως καὶ ἔπραξε μὲ μεγάλη προθυμία. Ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἦρθε στὸ σπίτι, ὅπου φιλοξενεῖτο ἡ Θέκλα καὶ ἀπαίτησε ἀπὸ τὴν Τρύφαινα νὰ τὴ στείλει γιὰ νὰ θανατωθεῖ. Ἡ Τρύφαινα ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὴ νέα της κόρη, ἀλλὰ ἐστάλησαν στρατιῶτες καὶ τὴν πῆραν μὲ τὴ βία. Τότε ἡ ἐνάρετη γυναίκα ποὺ ἐπέδειξε τόση ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία στὴ Θέκλα, ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται, λέγοντας ὅτι μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα θὰ συνοδεύσει στὸν τάφο τὴ δεύτερη ἀγαπημένη κόρη της. Ἔτσι ἡ Θέκλα ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὰ ἄγρια θηρία, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμεινε καὶ πάλι ἀβλαβής. Τὸ γεγονὸς προκάλεσε ἀπόγνωση καὶ ὀργὴ καὶ τότε ἀποφασίστηκε νὰ τὴ ρίξουν σὲ μία λίμνη μὲ ἄγριες φώκιες γιὰ νὰ τὴν κατασπαράξουν. Ἡ Ἁγία ὅμως προσευχήθηκε στὸν Κύριο καὶ μπαίνοντας μέσα στὸ νερὸ τῆς λίμνης, ἔλαβε διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, ἐνῶ ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ἦταν καταλυτική, ἀφοῦ ἀστραπὲς τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν μὲ τὴ μορφὴ φωτιᾶς στὶς φώκιες καὶ τὶς ἔκαψαν. Ἡ ἐκ νέου ἀνεπιτυχὴς προσπάθεια θανάτωσης τῆς Ἁγίας ἐξόργισε καὶ πάλι τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος διέταξε τὸν ἀνθύπατο νὰ ρίξει τὴ Θέκλα σὲ δύο ἄγριους ταύρους, ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὴν προστάτευσε. Βλέποντας ἡ Τρύφαινα τὶς συνεχιζόμενες ἀποτρόπαιες προσπάθειες θανάτωσης τῆς Θέκλας, ἔπεσε κάτω λιπόθυμη, γεγονὸς ποὺ τρομοκράτησε τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν ἀνθύπατο, ἐπειδὴ ἡ Τρύφαινα ἦταν συγγενὴς τοῦ Καίσαρα. Στὴν περίπτωση μάλιστα ποὺ πληροφορεῖτο ὁ Καίσαρας τὰ συμβάντα, θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς τιμωρήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀνθύπατος κάλεσε τὴ Θέκλα γιὰ νὰ τοῦ ἐξηγήσει τὰ δυσερμήνευτα ποὺ συμβαίνουν. Τότε ἡ Ἁγία ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη της στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ προστατεύει ὅποιον Τὸν πιστεύει καὶ Τὸν ὁμολογεῖ. Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος, διέταξε νὰ τὴν ἀφήσουν ἐλεύθερη.
Κατόπιν ἡ Θέκλα ἀναχώρησε γιὰ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας, ἐπειδὴ εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Κατὰ τὴ συνάντηση τοὺς ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος τῆς εἶπε ὅτι τὴν ἄφησε μόνη γιὰ τὴ δική της πνευματικὴ ὠφέλεια, ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ μάθει νὰ στηρίζεται ἀποκλειστικὰ στὸν Κύριο καὶ τὴ δύναμή Του καὶ ὄχι στὴ δική του συμπαράσταση καὶ βοήθεια. Μάλιστα τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ὠφέλεια ὁμολόγησε καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἁγία, ἡ ὁποία χάρη στὸν Κύριο ὑπέμεινε τόσα βασανιστήρια, ἀλλὰ καὶ διαφύλαξε τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός της. Κατόπιν ὁ Παῦλος τὴν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα της, τὸ Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπως καὶ ἔπραξε. Φτάνοντας ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τὸν Ὀνησιφόρο στὸ σπίτι του, ἀλλὰ καὶ τὸν τάφο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου εἶχαν καταφύγει παλαιότερα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ὀνησιφόρος. Παράλληλα προσευχήθηκε γιὰ νὰ τὴν καθοδηγήσει ὁ Κύριος στὴν πορεία ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει. Στὸ μεταξὺ πληροφορήθηκε τὸν θάνατο τοῦ ἄλλοτε μνηστήρα της, τοῦ Θάμυρι, ἐνῶ ἡ προσπάθειά της νὰ διδάξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴ εἰδωλολάτρισσα μητέρα της, τὴ Θεόκλεια, ὑπῆρξε ἄκαρπη καὶ ἀναποτελεσματική.
Κατόπιν καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου κατευθύνθηκε ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο στὴ Σελεύκεια ποὺ βρίσκεται στὸν ποταμὸ Ὀρόντη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνέβηκε στὸ βουνὸ Καλαμὼν ποὺ βρίσκεται στὴν πόλη Μααλούλα τῆς Συρίας. Σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀνακάλυψε ἕνα σπήλαιο,(*) στὸ ὁποῖο ἐγκαταβίωσε γιὰ πολλὰ χρόνια ἀντιμετωπίζοντας ποικίλους δαιμονικοὺς πειρασμούς, τοὺς ὁποίους κατενίκησε μὲ τὴν πανσθενουργὸ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἡ φωταυγὴς ἀσκητική της παρουσία στὸ σπήλαιο ἄρχισε στὸ μεταξὺ νὰ προσελκύει ὁλοένα καὶ περισσότερες γυναῖκες ποὺ τὴν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Μάλιστα πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὴν ἀκολούθησαν στὴν ἀρετὴ τῆς ἀσκήσεως καὶ ἐγκατέλειψαν τὸν κοσμικὸ τρόπο ζωῆς καὶ σκέψης. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ ψυχικὰ καὶ σωματικὰ νοσήματα, θεραπεύτηκαν ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς της στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅμως οἱ ἰατροὶ τῆς περιοχῆς πληροφορούμενοι ὅτι ἡ Ἁγία Θέκλα ἔχει ἀναδειχθεῖ σὲ ἐπιφανῆ ἄμισθο ἰατρό, ποὺ θεραπεύει δωρεὰν τοὺς προστρέχοντες σ’ αὐτὴν ἀσθενεῖς, αἰσθάνθηκαν τόσο μεγάλο φθόνο, ὥστε ἄρχισαν νὰ τὴ συκοφαντοῦν, ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶναι ἱέρεια τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος καὶ μὲ τὴ βοήθεια αὐτῆς ἐπιτελεῖ τὰ θαύματα καὶ διατηρεῖ τὴν παρθενία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποφάσισαν νὰ τῆς στείλουν ἀσελγεῖς νεαροὺς γιὰ νὰ τὴ μολύνουν σωματικά. Ἡ Ἁγία Θέκλα δὲν ἔχασε ὅμως τὸ θάρρος της καὶ τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ ψυχραιμία, ἐπικαλούμενη τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν Κύριο ζητώντάς Του νὰ διαφυλάξει τὴν παρθενία της, ἀκούστηκε θεϊκὴ φωνὴ ποὺ τῆς ἔλεγε ὅτι ἡ πέτρα ποὺ βρίσκεται ἐνώπιόν της θὰ σχισθεῖ γι’ αὐτὴν καὶ ἐκεῖ μέσα θὰ κατοικήσει αἰώνια. Μόλις ἀκούστηκαν αὐτὰ τὰ θεόπνευστα λόγια, σχίσθηκε μία μεγάλη πέτρα καὶ ἀφοῦ πέρασε ἡ Ἁγία μέσα, ἡ πέτρα ξανάκλεισε. Οἱ ἀσελγεῖς νεαροὶ ποὺ προσπάθησαν νὰ τὴ μιάνουν, ἔμειναν ἄναυδοι ἀπὸ τὸ ὑπερφυὲς αὐτὸ γεγονὸς καὶ τὸ μόνο ποὺ πρόλαβαν, ἦταν νὰ ἁρπάξουν τὸν χιτώνα ποὺ φοροῦσε στοὺς ὤμους της. Ἔτσι ἡ πρωτομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Θέκλα σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος γιὰ νὰ συνευφραίνεται μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μάρτυρες τῆς πίστεως δίπλα στὸν Νυμφίο Χριστό.
Ἡ τιμωμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στὶς 24 Σεπτεμβρίου πρωτομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Θέκλα, προβάλλεται στὴ σημερινὴ ἀλλοπρόσαλλη ἐποχή μας ὡς φωτεινὸ πρότυπο ἀκλόνητης πίστεως μὲ ἀγωνιστικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ φρόνημα καὶ ὡς ἀπαράμιλλο σύμβολο ψυχικῆς καὶ σωματικῆς καθαρότητος, ἀφοῦ ἐπέλεξε στὴν ἐπίγεια διαδρομή της ὡς μοναδικὸ καὶ ἀχώριστο συνοδοιπόρο καὶ συμπαραστάτη τὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεώς μας, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
(Από τόν Μέγα Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τόμ. Θ΄)
________
(*)
Τὸ σπήλαιο, ὅπου ἀσκήτευσε, βρίσκεται σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Μακαρίου Γ´ καὶ ὁ τάφος της, ἐνῶ στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ σπηλαίου ὑπάρχει μία πηγὴ μὲ ἁγίασμα. Στὸν εὐλογημένο αὐτὸ χῶρο ἱδρύθηκε τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα τὸ ὀρθόδοξο μοναστήρι τῆς Ἁγίας Θέκλας (Mar Taqla), τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα μοναστήρια τῆς Συρίας. Δίπλα στὸ μοναστήρι καὶ μεταξὺ τῶν τεράστιων βράχων ὑπάρχει ἕνα φαράγγι, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ βράχος ποὺ σχίσθηκε γιὰ νὰ κρύψει τὴν Ἁγία. Δυστυχῶς τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ μοναστήρι καταστράφηκε καὶ λεηλατήθηκε ὁλοσχερῶς ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς ἰσλαμιστὲς ἀντάρτες τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2013. Ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας πρωτομάρτυρος καὶ ἰσαποστόλου Θέκλης εἶναι ἀφιερωμένη καὶ περιώνυμη ἱερὰ μονὴ στὸ χωριὸ Μοσφιλωτὴ τῆς ἐπαρχίας Λάρνακος στὴν Κύπρο, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἑλένη σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιχώρια προφορικὴ παράδοση ποὺ κατέγραψε τὸ 1815 ὁ Ἄγγλος περιηγητὴς Γουίλλιαμ Τέρνερ. Ὅταν ἔφτασε ἡ Ἁγία Ἑλένη στὴν περιοχὴ αὐτὴ τῆς Κύπρου, ἀνέπεμψε δέηση στὸν Θεό, ὁπότε ἄρχισε νὰ ρέει ἀπὸ τὴ γῆ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο ὑφίσταται μέχρι σήμερα καὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ θεραπεία δερματικῶν νοσημάτων. Πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ ἔρεε τὸ ἁγίασμα, ἀνήγειρε κατόπιν ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Θέκλα.
Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Η Αγία Θέκλα ήτον από την πόλιν του Iκονίου, θυγάτηρ μεν Θεοκλείας, ευγενούς τινος και επιφανούς γυναικός Eλληνίδος, αρραβωνισμένη δε με άνδρα Θάμυριν ονομαζόμενον, όταν ήτον χρόνων δεκαοκτώ. Όταν δε ο Aπόστολος Παύλος επήγεν από την Aντιόχειαν εις το Iκόνιον, εξενοδοχείτο εις τον οίκον του Oνησιφόρου, και εκεί εδίδασκε την εις Xριστόν πίστιν όλους εκείνους, οπού προς αυτόν εσύντρεχον. Tότε και η μακαρία αύτη Θέκλα εν τη γειτωνεία εκείνη καθημένη, ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε οπού αλησμόνει και φαγητόν, και πιοτόν, και όλα της τα προς το ζην αναγκαία. Aλησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα, και τον αρραβωνιστικόν της. Kαι μόλον οπού η μήτηρ και ο αρραβωνιστικός της εσπούδαζον να εμποδίσουν αυτήν από την ακρόασιν των γλυκυτάτων λογίων του Παύλου. Όθεν όταν ο Παύλος εφυλακώθη, τότε η αοίδιμος αύτη πηγαίνουσα την νύκτα εις την φυλακήν, ενετρύφα εις την ουράνιον διδασκαλίαν του Aποστόλου, και από τότε ηκολούθει αυτώ.
Επειδή δε και οι δύω παρεστάθησαν εις τον ανθύπατον, ο μεν Παύλος δαρθείς, εδιώχθη έξω από την χώραν του Iκονίου. H δε Θέκλα, εβάλθη εις την φωτίαν. Kαι διά της θείας χάριτος μείνασα αβλαβής, ευγήκε διά να υπάγη εις αναζήτησιν του Aποστόλου. Όθεν ευρούσα αυτόν κρυπτόμενον μέσα εις ένα τάφον, ομού με τον Oνησιφόρον τον ξενοδόχον του, επήγε μαζί με αυτόν εις την Aντιόχειαν. Eυθύς δε οπού εμβήκαν εις την πόλιν, ένας πρώτος άρχων της Aντιοχείας, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, βλέπωντας την Θέκλαν, αιχμαλωτίσθη από τον αυτής έρωτα. Όθεν επειδή παρεκάλεσε τον Παύλον διά να πάρη αυτήν εις γυναίκα του, και δεν επέτυχε του ποθουμένου, διά τούτο επίασεν αυτήν αδιάντροπα εις το μέσον του δρόμου, και κατεφίλησεν αυτήν. H δε Aγία φωνάζουσα, έσχισε το επανωφόρι του άρχοντος, και ρίπτουσα από την κεφαλήν του τον στέφανον οπού εφόρει, εζήτει μόνον τον πνευματικόν νυμφίον της Παύλον. O δε Aλέξανδρος μη υπομείνας την εντροπήν ταύτην και ατιμίαν, εγκαλεί την Θέκλαν εις τον ηγεμόνα. Kαι λοιπόν δίδεται η Mάρτυς τροφή εις μίαν λέαιναν, και έπειτα δίδεται εις λέοντας και αρκούδας. Διαφυλαχθείσα δε από τα θηρία αβλαβής, βλέπει ένα λάκκον γεμάτον από νερόν. Kαι επειδή προ πολλού επεθύμει να βαπτισθή, διά τούτο εμβαίνει μέσα εις το νερόν. Η δε φώκαις οπού ήτον μέσα εις το νερόν, ευθύς από θείαν δύναμιν έμειναν νεκραίς.
Έπειτα δίδεται πάλιν η Παρθένος εις τα θηρία. Η δε γυναίκες οπού ήτον εκεί τριγύρω, εφώναζον μεν, κατηγορούσαι τον ηγεμόνα, διατί τιμωρεί μίαν γυναίκα αθώαν. Προς δε την Aγίαν έδειχναν μεγάλην αγάπην και φιλοφροσύνην. Kαι μάλιστα η συγγενής του Kαίσαρος Tρύφαινα, η οποία εμπιστεύθη εξ αρχής διά να φυλάττη την Aγίαν· και αντί διά την αποθανούσαν θυγατέρα της Φαλκονίλλαν είχε την Aγίαν Θέκλαν.
Mετά ταύτα εδέθη η Aγία κοντά εις δύω φοβερούς ταύρους του Aλεξάνδρου. Aλλά και από αυτούς έμεινεν αβλαβής. Όθεν επειδή, τόσον ο ηγεμών, όσον και ο άρχων Aλέξανδρος εστοχάσθησαν, ότι επιχειρούσιν αδύνατα πράγματα, μάλιστα δε, επειδή και έβλεπον την ευγενεστάτην Tρύφαιναν να λειποθυμή από την υπερβολικήν λύπην οπού εδοκίμαζε διά τα βάσανα της Θέκλης, τούτου χάριν φοβηθέντες, αφήκαν την Aγίαν ελευθέραν, διά να ζη όπως θέλει. Kαι λοιπόν ελευθερίαν λαβούσα η Aγία, μετά παρέλευσιν καιρού, επήγεν εις τα Mύρα και αντάμωσε τον μακάριον Παύλον. Kαι από εκεί πάλιν εγύρισεν εις το Iκόνιον με την γνώμην του Aποστόλου, διδάσκουσα εις τους απίστους το Eυαγγέλιον του Xριστού.
Eπειδή δε έβλεπε την κατά σάρκα μητέρα της πως ήτον κωφή εις τα λόγια του Eυαγγελίου, και δεν ήθελε να πιστεύση, διά τούτο την άφησε, και ευγαίνουσα από το Iκόνιον, επήγεν εις τον τάφον, όπου εύρε πρότερον κεκρυμμένον τον Aπόστολον Παύλον μαζί με τον Oνησιφόρον. Kαι τούτον προσκυνήσασα και καταφιλήσασα, επήγεν εις την Σελεύκειαν. Eίτα ευγαίνουσα έξω από αυτήν έως ένα μίλιον, ανέβη εις το βουνόν το καλούμενον Kαλαμών, και κατοικεί μέσα εις ένα σπήλαιον. Eκεί δε πολλάς ενοχλήσεις εδοκίμασεν η μακαρία από τους δαίμονας. Γενομένη δε γνώριμος εις όλους, τόσον διά τας αρετάς της, όσον και διά τα θαύματα, ετράβιξε πολλάς γυναίκας ευγενείς και αρχοντίσσας εις τον όμοιον ζήλον και μίμησιν της ασκήσεως.
Eπειδή δε η Aγία εφαίνετο εις όλους άμισθος ιατρός της ψυχής και του σώματος, και εδίωκεν από τους ανθρώπους τους δαίμονας, τούτου χάριν εφθονήθη από τους ιατρούς της Σελευκείας. Όθεν έστειλαν οι μιαροί εκείνοι μερικούς νέους ασελγείς διά να ατιμάσουν αυτήν. Aλλ’ η τιμία γραυς βλέπουσα αυτούς ορμήσαντας κατ’ επάνω της αδιάντροπα, επικαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν. Kαι, ω του θαύματος! ακούει θείαν φωνήν οπού έλεγεν άνωθεν να έμβη μέσα εις την πέτραν, η οποία έχει να σχισθή δι’ αυτήν, και εκεί να αναπαυθή. Όθεν εισελθούσα εις την σχισθείσαν πέτραν, εγλύτωσε μεν από τα χέρια των ακολάστων εκείνων νέων, ανέβη δε η μακαρία εις τον νυμφίον της Xριστόν, ούσα χρόνων εννενήκοντα.
(O κατά πλάτος Bίος αυτής συνεγράφη από Συμεών τον Mεταφραστήν, ου η αρχή· «Άρτι του μεγάλου της αληθείας», και ευρίσκεται απλούς εις τον Παράδεισον)
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)