- «Όταν ο Ήλιος σταμάτησε να κινείται»: Η αληθινή Επιστήμη για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνει την Αλήθεια της Αγίας Γραφής
- «H Κιβωτός του Νώε»: Η αληθινή Επιστήμη για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνει την Αλήθεια της Αγίας Γραφής
- Ναι είμαι Χριστιανός! Και δεν θα σου πω γιατί! Εκτός αν με πιέσεις...
- Πως να κερδίσεις εύκολα έναν άθεο σε μια συζήτηση
- Η Πίστη
- Περί υπάρξεως και αποδείξεως του Θεού
Λειτουργικά και Ερμηνευτικά
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
14/12 Απολλώνιος, Αρριανός και Φιλήμων, Μάρτυρες *
ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ, ΑΡΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΗΜΩΝ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Άγιος Απολλώνιος, μαζί με τους αγίους Φιλήμονα και Αρριανό έζησε στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού (290 μ.Χ.) και το μαρτύριό τους έγινε ως εξής:Ο ηγεμόνας της Θήβας στην Αίγυπτο Αρριανός, συνέλαβε 37 χριστιανούς. Ένας απ’ αυτούς, ο Απολλώνιος, δείλιασε τα βασανιστήρια και έδωσε τέσσερα φλουριά και τα ρούχα του στον Φιλήμονα, που έπαιζε σουραύλι και να θυσιάσει αυτός στα είδωλα αντί αυτού. Ο Φιλήμονας φόρεσε τα ρούχα, συγχρόνως συνδέθηκε νοητά και με τη χριστιανική πίστη. Και όταν διατάχθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αυτός ομολόγησε τον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας πρόσταξε να έλθει ο Φιλήμονας να παίξει με το σουραύλι του, για να ελκυσθεί ο δήθεν Απολλώνιος. Αλλά ο Φι...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
1/12 Ναούμ ο Προφήτης *
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΝΑΟΥΜ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Έβδομος στη σειρά των δώδεκα "ελασσόνων" Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης είναι Προφήτης Ναούμ, του οποίου η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει την μνήμη. Το βιβλίο του, από τρία μόνο κεφάλαια, είναι σχεδόν όλο προφητεία για την καταστροφή της πόλεως Νινευή. Τα λόγια της προφητείας του Ναούμ μας θυμίζουν γεγονότα των ημερών μας, όσες είδαμε φοβερές πολεμικές καταστροφές και ταπεινώσεις λαών, που ξεσηκώθηκαν να εξανδραποδίσουν τον κόσμο. Μέσα στα γεγονότα αυτά, και τότε στην εποχή του Προφήτου Ναούμ και τώρα στην εποχή την δική μας, πάντα με τον ίδιο τρόπο αποκαλύπτεται η οργή και η δικαιοσύνη του Θεού προς τους ασεβείς και τους υβριστάς, και πάλι η χρηστότης κι η προστασία του σε κείνους, που κάτω από την καταδυνάστευση και τη σκλαβιά ελπίζο...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
«Ο Πύρινος Ποταμός»: Τι πραγματικά είναι η Κόλαση και ο Παράδεισος
Σάββατο, 22 Ιουνίου 2024 - 19234 εμφανίσεις άρθρου
Ο ΠΥΡΙΝΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ
(Η ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ)
Αλέξανδρου Καλόμοιρου
Πρώτη δημοσίευση 25/3/2014
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο «Πύρινος Ποταμός» ήταν η κύρια ομιλία που δόθηκε στη Συνέλευση Ορθοδόξου Νεότητος που οργανώθηκε κάτω από την αιγίδα της Συνόδου των Ρώσων Επισκόπων της Διασποράς, στο Seattle της Ουάσιγκτων, από 22-25 Ιουλίου 1980. Η ομιλία έγινε στα αγγλικά και το κοινό την υποδέχθηκε εγκάρδια. Ο σεβ. Αρχιεπίσκοπος του Καναδά, Βιτάλιος, εξέφρασε τον θαυμασμό του, όχι μόνο λέγοντας πως «σπάνια διαβάζει κανείς τέτοια κείμενα, που αποπνέουν το άρωμα της αληθινής γνώσεως και της προσωπικής εμπειρίας», αλλ’ ακόμη περισσότερο όταν προσωπικά ο ίδιος έδωσε εντολή να κυκλοφορήσει σε αγγλική, ρωσική και γαλλική έκδοση.
Ο κ. Α. Καλόμοιρος είναι γνωστός και χαίρει εκτιμήσεως στον αγγλόφωνο Ορθόδοξο κόσμο από τότε που το «Κατά Ενωτικών» μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Γεώργιο Γαβριήλ και τυπώθηκε από την Ιερά Μονή μας. Το βιβλίο εκείνο, που κυκλοφόρησε και σε δεύτερη έκδοση, είχε γίνει δεκτό με θαυμασμό, για την διαύγεια με την οποία ερμήνευσε την Ορθόδοξη εκκλησιολογία και ανέλυε και αναιρούσε τις θεμελιώδεις αρχές της Οικουμενικής κινήσεως. Ο αντίκτυπος που είχε, αρκεί για να κατατάξει τον κ. Καλόμοιρο ανάμεσα στους γνήσιους και αφοσιωμένους θεολόγους. Παράλληλα, η μελέτη του «Οι Τύποι των Ουρανίων» (βλ. Ορθόδ. Τύπος, Φεβρ. 1966) - που όχι μόνο ερμηνεύει τις θεολογικές προϋποθέσεις για την χρήση των εικόνων στην Εκκλησία, αλλά συγχρόνως φανερώνει μια ευλαβική κατανόηση του μυστηρίου της ευσεβείας - εδραίωσε στον αγγλόφωνο κόσμο την πεποίθηση ότι ο συγγραφέας υπερβαίνει τη νεκρή ακαδημαϊκή θεολογία, προβάλλοντας τη ζώσα και εμπειρική θεολογία των Αγίων Πατέρων.
Ο γνωστός ανανεωτής της ορθοδόξου αγιογραφίας στην Ελλάδα, ο μάστορας αγιογράφος Φώτης Κόντογλου, μετά από προσωπική αλληλογραφία με τον κ. Καλόμοιρο, όταν αυτός σπούδαζε ακόμη την ιατρική στην Ελβετία, διέβλεψε τις δυνατότητές του και τον παρότρυνε στη σπουδή των Πατέρων. Ο Κόντογλου έγραψε τον πρόλογο στην πρώτη (ελληνική) έκδοση του «Κατά Ενωτικών», που τύπωσε ο εκδ. οίκος «Αστήρ» το 1964, όπου εκφράζει τον θαυμασμό του για τον συγγραφέα και τον περιγράφει σαν γνήσιο ορθόδοξο θεολόγο.
Ο «Πύρινος Ποταμός» δεν είναι απλώς μια ανάλυση του ορθοδόξου δόγματος της σωτηρίας, της οικονομίας του Θεού και απολυτρώσεως του ανθρώπου, κάνοντας αντιληπτό πως η ορθόδοξη θεολογία κατέχει την μοναδική γνώση και αλήθεια διά της αποκαλύψεως του Θεού. Είναι κυρίως μια απάντηση στην ταλαιπωρημένη ψυχή, που δεινοπαθεί στις δοκιμασίες και ρωτά μέσα στην απόγνωσή της: Πώς γίνεται να με βασανίζει με τέτοιους πειρασμούς και δοκιμασίες, όταν αυτές ξεπερνούν την αντοχή μου; Εάν είναι ελεήμων και φιλάνθρωπος, γιατί με καταδικάζει να υποφέρω τόσα, και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή;
Το θεωρούσαμε κάπως ντροπή, που αυτό το σπουδαίο κείμενο που τόσο εντυπωσίασε τον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο, δεν ήταν προσιτό στην μητρική γλώσσα του κ. Καλόμοιρου, έχοντας - όπως λέχθηκε - γραφεί αρχικά στα αγγλικά. Η Ιερά Μονή μας ανέθεσε στον κ. Πέτρο Μπότση, από το Χαλάνδρι της Αθήνας, έμπειρο μεταφραστή εκκλησιαστικών έργων, να μεταφράσει και επιμεληθεί την έκδοση.
Είναι μια προσφορά μας στο πλήθος των τραυματισμένων ψυχών, των γνωστών ή άγνωστων σε μας, που θα βρουν παρηγοριά και ανάπαυση μόνο στην αγκαλιά του εύσπλαχνου Πατέρα.
Βοστώνη, Ιούλιος 1985
Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Βοστώνης, Η.Π.Α.
1. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε στην εποχή της αποστασίας που έχει προφητευθεί για τις έσχατες μέρες. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άθεοι, παρά το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς θεωρητικά πιστεύουν ακόμα. Η αδιαφορία και το πνεύμα αυτού του κόσμου κυριαρχούν παντού.
Ποιά είναι η αιτία για την κατάσταση αυτή;
Η αιτία είναι ότι η αγάπη ψυχράνθηκε. Η αγάπη για το Θεό δεν καίει πια στις ανθρώπινες καρδιές και κατά συνέπεια η μεταξύ τους αγάπη επίσης νεκρώθηκε.
Ποιος είναι ο λόγος γι’ αυτή τη μείωση της αγάπης των ανθρώπων για το Θεό;
Η απάντηση είναι, σίγουρα, η αμαρτία. Η αμαρτία είναι το μαύρο σύννεφο που δεν επιτρέπει στο φως του Θεού να φτάσει στα μάτια μας.
Η αμαρτία όμως υπήρχε πάντοτε. Πώς λοιπόν φτάσαμε στο σημείο όχι μόνο να αγνοούμε το Θεό αλλά ουσιαστικά να τον μισούμε;
Σήμερα η διάθεση του ανθρώπου προς το Θεό δεν είναι πραγματική άγνοια ή πραγματική αδιαφορία. Αν εξετάσετε προσεκτικά τους ανθρώπους θα παρατηρήσετε ότι η άγνοιά τους ή η αδιαφορία τους χρωματίζεται από βαθύ μίσος. Κανένας όμως δε μισεί κάτι που δεν υπάρχει.
Έχω την εντύπωση ότι σήμερα οι άνθρωποι πιστεύουν στο Θεό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή στην ανθρώπινη ιστορία. Οι άνθρωποι γνωρίζουν το Ευαγγέλιο, τη διδασκαλία της Εκκλησίας και τη δημιουργία του Θεού καλύτερα από κάθε άλλη εποχή. Έχουν βαθιά επίγνωση της Ύπαρξής Του. Ο αθεϊσμός τους δεν είναι πραγματική απιστία. Είναι μάλλον μια αποστροφή προς κάποιον που γνωρίζουμε πολύ καλά αλλά τον μισούμε, όπως ακριβώς κάνουν οι δαίμονες.
Μισούμε το Θεό και γι’ αυτό τον αγνοούμε, κάνουμε πως δεν τον βλέπουμε, υποκρινόμενοι τους αθέους. Στην πραγματικότητα τον θεωρούμε το μεγαλύτερο εχθρό μας. Η άρνηση είναι η εκδίκησή μας, ο αθεϊσμός είναι τα αντίποινά μας.
Γιατί όμως οι άνθρωποι μισούν το Θεό;
Τον μισούν όχι μόνο γιατί τα έργα τους είναι σκοτεινά, ενώ ο Θεός είναι φως, αλλά ακόμα γιατί τον θεωρούν σαν μια απειλή, έναν άμεσο και αιώνιο κίνδυνο, έναν αντίπαλο σε μια δίκη, σε μια νομική υπόθεση, ένα δημόσιο κατήγορο και έναν αιώνιο τύραννο. Γι’ αυτούς ο Θεός δεν είναι πια ο παντοδύναμος γιατρός που ήρθε για να τους σώσει από την αρρώστια και το θάνατο, αλλά μάλλον ένας σκληρός δικαστής και ένας αμείλικτος ανακριτής.
Ο διάβολος, βλέπετε, κατώρθωσε να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι ο Θεός δε μας αγαπά πραγματικά, ότι ουσιαστικά αγαπά μόνο τον εαυτό του και ότι μας δέχεται μόνο αν συμπεριφερόμαστε όπως Εκείνος θέλει να συμπεριφερόμαστε. Τους έπεισε ότι ο Θεός μας μισεί αν δε συμπεριφερόμαστε όπως Εκείνος μας πρόσταξε και προσβάλλεται σε τέτοιο σημείο από την ανυπακοή μας, ώστε πρέπει να πληρώσουμε γι’ αυτήν με αιώνια βάσανα, τα οποία Εκείνος δημιούργησε γι’ αυτό το σκοπό.
Ποιος μπορεί ν’ αγαπήσει ένα βασανιστή; Ακόμα και κείνοι που αγωνίζονται σκληρά για να σωθούν από την οργή του Θεού δεν μπορούν να τον αγαπήσουν πραγματικά. Αγαπούν μόνο τον εαυτό τους και προσπαθούν να ξεφύγουν από την εκδίκηση του Θεού και ν’ αποκτήσουν την αιώνια μακαριότητα, επιχειρώντας να εξευμενίσουν αυτό το φοβερό και εξαιρετικά επικίνδυνο Δημιουργό.
Αντιλαμβάνεστε τη συκοφαντία του σατανά για τον πανοικτίρμονα και πανεύσπλαχνο, τον πανάγαθο Θεό μας; Να γιατί στην ελληνική γλώσσα δόθηκε στο σατανά το όνομα διάβολος (διαβολέας, συκοφάντης).
2. Ποιό όργανο όμως χρησιμοποίησε ο διάβολος για να συκοφαντήσει το Θεό; Τι μέσα μεταχειρίστηκε για να πείσει την ανθρωπότητα, να διαστρέψει την ανθρώπινη σκέψη; Χρησιμοποίησε τη «θεολογία». Στην αρχή ο διάβολος εισηγήθηκε μια μικρή αλλοίωση στη θεολογία και από τη στιγμή που εκείνη έγινε αποδεκτή, κατάφερε να την αυξάνει όλο και περισσότερο, ώστε ο χριστιανισμός να γίνει τελείως αγνώριστος. Είναι αυτό που ονομάζουμε «δυτική θεολογία».
Προσπαθήσατε ποτέ να εντοπίσετε ποιο είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της δυτικής θεολογίας; Λοιπόν, το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι ότι θεωρεί το Θεό πραγματικό αίτιο κάθε κακού.
Τι είναι κακό; Δεν είναι αποξένωση από το Θεό, ο οποίος είναι Ζωή; (1) Δεν είναι ο θάνατος; Τι διδάσκει η δυτική θεολογία για το θάνατο; Όλοι οι ρωμαιοκαθολικοί και οι περισσότεροι προτεστάντες θεωρούν το θάνατο σαν μια τιμωρία του Θεού. Ο Θεός έκρινε όλους τους ανθρώπους ένοχους για την αμαρτία του Αδάμ και τους τιμώρησε με θάνατο, δηλαδή τους απέκοψε από τον εαυτό του, τους στέρησε τη Ζωοποιό Του ενέργεια και έτσι τους σκότωσε πρώτα πνευματικά και αργότερα σωματικά, με κάποιο είδος πνευματικού λιμού. Ο Αυγουστίνος μεταφράζει το χωρίο της Γένεσης: «Ἧ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ (του καρπού), θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. β΄,17) ως εξής: «Εάν φάτε από τον καρπό του δέντρου αυτού θα σας σκοτώσω».
Μερικοί προτεστάντες θεωρούν το θάνατο όχι σαν τιμωρία αλλά σαν κάτι φυσικό. Δεν είναι όμως ο Θεός που δημιούργησε όλα τα φυσικά πράγματα; Έτσι και στις δύο περιπτώσεις ο Θεός - γι’ αυτούς - είναι ο πραγματικός αίτιος του θανάτου.
Κι αυτό αληθεύει, όχι μόνο για το σωματικό θάνατο. Είναι εξίσου αληθές και για τον ψυχικό. Δε θεωρούν οι δυτικοί θεολόγοι την κόλαση, τον αιώνιο πνευματικό θάνατο του ανθρώπου, σαν μια τιμωρία του Θεού; Και δε θεωρούν το διάβολο σαν υπηρέτη του Θεού για την αιώνια τιμωρία των ανθρώπων στην κόλαση;
Ο «Θεός» της δύσης είναι ένας Θεός προσβλημένος και άγριος, γεμάτος οργή για την ανυπακοή των ανθρώπων, που με το καταστροφικό πάθος του θέλει να βασανίζει αιώνια όλη την ανθρωπότητα για τις αμαρτίες της, εκτός αν λάβει κάποια άπειρη ικανοποίηση του τρωθέντος εγωϊσμού του.
Ποιο είναι το δόγμα της σωτηρίας των δυτικών; Ο Θεός δε σκότωσε το Θεό για να ικανοποιήσει την υπερηφάνειά του, που οι δυτικοί ονομάζουν κατ’ ευφημισμό δικαιοσύνη; Και δεν είναι από αυτή την άπειρη ικανοποίηση που καταδέχεται να σώσει μερικούς από μας;
Τι είναι σωτηρία για τη δυτική θεολογία; δεν είναι σωτηρία από την οργή του Θεού; (2)
Βλέπετε λοιπόν ότι η δυτική θεολογία διδάσκει πώς πραγματικός κίνδυνος και πραγματικός εχθρός μας είναι ο Δημιουργός και Θεός μας; Σωτηρία, για τους δυτικούς, είναι να γλυτώσεις από τα χέρια του Θεού.
Πώς μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς τέτοιο Θεό; Πώς μπορούμε να πιστεύουμε σε κάποιον που μισούμε; Η πίστη στην ουσία της είναι προϊόν αγάπης. Επομένως θα θέλαμε να μην υπάρχει κάποιος που μας απειλεί, ιδιαίτερα όταν η απειλή αυτή είναι αιώνια.
Ακόμα και αν υπάρχει το μέσο για να αποφύγει κανείς την οργή αυτής της παντοδύναμης αλλά κακής Ύπαρξης (ο θάνατος του Υιού Του για χάρη μας), θα ήταν προτιμότερο αν η Ύπαρξη αυτή δεν υπήρχε. Αυτό ήταν το λογικότερο συμπέρασμα του νου και της καρδιάς των δυτικών λαών, γιατί ακόμα και ο αιώνιος παράδεισος θα ήταν αποκρουστικός με ένα τέτοιο άγριο Θεό. Έτσι γεννήθηκε ο αθεϊσμός και γι’ αυτό γεννήθηκε στη δύση. Ο αθεϊσμός ήταν άγνωστος στην ανατολική χριστιανοσύνη μέχρι να εισβάλει κι εκεί η δυτική θεολογία. Ο αθεϊσμός είναι συνέπεια της δυτικής θεολογίας.(3) Αθεϊσμός είναι η άρνηση, η απόρριψη ενός κακού Θεού. Οι άνθρωποι έγιναν αθεϊστές για να σωθούν από το Θεό, κρύβοντας τα κεφάλια τους και κλείνοντας τα μάτια τους σαν τη στρουθοκάμηλο. Ο αθεϊσμός, αδελφοί μου, είναι η άρνηση του Θεού των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών. Πραγματικός μας εχθρός δεν είναι ο αθεϊσμός. Πραγματικός εχθρός μας είναι αυτός ο παραποιημένος και διαστρεβλωμένος «χριστιανισμός».
3. Οι δυτικοί μιλούν συχνά για τον «Καλό Θεό».(4) Παρά ταύτα, η Δυτική Ευρώπη και η Αμερική ποτέ δεν πείσθηκαν για την ύπαρξη ενός τέτοιου Καλού Θεού. Αντίθετα αποκαλούσαν το Θεό Καλό με τον ίδιο τρόπο που οι Έλληνες αποκαλούσαν «ευλογία» μια λοιμώδη εξανθηματική αρρώστεια, για να την εξορκίσουν και να την αποδιώξουν. Για την ίδια αιτία η Μαύρη Θάλασσα αποκλήθηκε Εύξεινος (φιλόξενος) Πόντος, αν και στην πραγματικότητα ήταν μια θάλασσα φοβερή και ύπουλη. Βαθιά μέσα της η δυτική ψυχή αισθανόταν το Θεό σαν κακό κριτή που δεν ξεχνούσε ποτέ ακόμα και την παραμικρότερη προσβολή που του γινόταν από μας με την παράβαση των εντολών του. Αυτή η νομικίστικη αντίληψη για το Θεό, αυτή η τελείως διεστραμμένη ερμηνεία της δικαιοσύνης του Θεού δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η προβολή των ανθρώπινων παθών στη θεολογία. Ήταν μια επιστροφή στην ειδωλολατρική μέθοδο της ανθρωποποίησης του Θεού και θεοποίησις του ανθρώπου. Οι άνθρωποι οργίζονται και εξαγριώνονται όταν δεν τους παίρνουν στα σοβαρά και αυτό το θεωρούν ταπείνωση που μπορεί να ξεπλύνει μόνο η εκδίκηση, είτε αυτή εκτελείται με έγκλημα είτε με μονομαχία. Αυτή ήταν η κοσμική, εμπαθής ιδέα για τη δικαιοσύνη που επικρατούσε στα μυαλά μιας λεγόμενης «χριστιανικής» κοινωνίας.
Οι χριστιανοί της δύσης έβλεπαν τη δικαιοσύνη του Θεού με τον ίδιο τρόπο που ο Θεός, η άπειρη Ύπαρξη, προσβλήθηκε άπειρα από την ανυπακοή του Αδάμ. Αποφάσισε ότι η ενοχή της ανυπακοής του Αδάμ πρέπει να περάσει εξίσου και σε όλους τους απογόνους του και ότι όλοι πρέπει να καταδικαστούν σε θάνατο για την αμαρτία του Αδάμ, την οποία δε διέπραξαν οι ίδιοι. Η δικαιοσύνη του Θεού λειτουργούσε για τους δυτικούς σαν βεντέτα. Όχι μόνο ο άνθρωπος που σε πρόσβαλε αλλά και όλη η οικογένειά του πρέπει να πεθάνει. Και αυτό που ήταν τραγικό για τους ανθρώπους, σε σημείο απελπισίας, ήταν ότι κανένας άνθρωπος, ούτε ακόμα και η ανθρωπότητα ολόκληρη, δεν μπορούσε να εξευμενίσει την προσβλημένη αξιοπρέπεια του Θεού, ακόμα και αν θυσιάζονταν όλοι οι άνθρωποι. Η αξιοπρέπεια του Θεού θα μπορούσε να σωθεί μόνο αν μπορούσε να τιμωρήσει κάποιον που είχε την ίδια αξία με Εκείνον. Έτσι, για να σωθεί τόσο η αξιοπρέπεια του Θεού όσο και το ανθρώπινο γένος δεν υπήρχε άλλη λύση από την ενσάρκωση του Υιού Του, ώστε να θυσιαστεί ένας άνθρωπος με θεϊκή αξιοπρέπεια για να διασώσει την τιμή του Θεού.
4. Η ειδωλολατρική αντίληψη για τη δικαιοσύνη του Θεού, που απαιτεί άπειρες θυσίες για να εξευμενιστεί, καθιστά το Θεό πραγματικό εχθρό μας και την αιτία όλων των κακοτυχιών μας. Επί πλέον είναι μια δικαιοσύνη που δεν είναι καθόλου δίκαιη αφού τιμωρεί και απαιτεί ικανοποίηση από πρόσωπα που δεν ήταν καθόλου υπεύθυνα για την αμαρτία των προγόνων τους.(5) Με άλλα λόγια, εκείνο που οι δυτικοί καλούν δικαιοσύνη έπρεπε μάλλον να καλείται μνησικακία και εκδίκηση του χειρίστου είδους. Ακόμα και η αγάπη και η θυσία του Χριστού χάνουν το νόημά τους και τη λογική τους μ’ αυτή τη σχιζοφρενική ιδέα ενός Θεού που σκοτώνει το Θεό για να ικανοποιήσει τη λεγόμενη δικαιοσύνη του Θεού.
Έχει καμιά σχέση η ιδέα αυτή για τη δικαιοσύνη με τη δικαιοσύνη που μας αποκάλυψε ο Θεός; Ο όρος «δικαιοσύνη του Θεού» έχει αυτή τη σημασία στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη;
Ίσως η αρχή για την παρερμηνεία της λέξης αυτής στην Αγία Γραφή ήταν η μετάφρασή της στα ελληνικά με την ελληνική λέξη «δικαιοσύνη». Όχι ότι η ερμηνεία αυτή είναι λαθεμένη, αλλά γιατί η λέξη αυτή, προερχόμενη από τον ειδωλολατρικό, ανθρωπιστικό, ελληνικό πολιτισμό, ήταν φορτισμένη με ανθρώπινες έννοιες που εύκολα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρερμηνείες.
Πρώτ’ απ’ όλα, η λέξη «δικαιοσύνη» φέρνει στο νου μια ίση κατανομή, γι’ αυτό και συμβολίζεται με το ζυγό. Οι καλοί ανταμείβονται και οι κακοί τιμωρούνται από την ανθρώπινη κοινωνία με δίκαιο τρόπο. Αυτή είναι ανθρώπινη δικαιοσύνη, αυτή που παρέχεται στα δικαστήρια.
Είναι αυτή, όμως, η σημασία της δικαιοσύνης του Θεού;
Η λέξη «δικαιοσύνη» είναι μετάφραση της εβραϊκής λέξης "tsedaka". Η λέξη αυτή σημαίνει «η θεία ενέργεια που επιτυγχάνει τη σωτηρία του ανθρώπου». Είναι παράλληλη και σχεδόν συνώνυμη με την άλλη εβραϊκή λέξη "hesed" που σημαίνει "έλεος", "συμπάθεια", "αγάπη" και με τη λέξη "emeth" που σημαίνει "πίστη", "αλήθεια". Αυτό, όπως βλέπετε, δίνει μια τελείως διαφορετική διάσταση σ’ αυτό που συνήθως αντιλαμβανόμαστε σαν δικαιοσύνη.(6) Μ’ αυτόν τον τρόπο κατανόησε η Εκκλησία τη δικαιοσύνη του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο δίδαξαν γι’ αυτήν οι πατέρες της Εκκλησίας. «Πώς θα ονομάσεις το Θεό δίκαιο, -γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος- όταν διαβάσεις στο ευαγγέλιο για το μισθό των εργατών; Φίλε, λέει, δε σ’ αδικώ∙ θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον έσχατο όσα έδωσα και σε σένα∙ αν το δικό σου το μάτι είναι πονηρό, εγώ είμαι αγαθός. Πώς θα ονομάσει κανείς δίκαιο το Θεό, όταν διαβάσει στο ευαγγέλιο για τον άσωτο υιό, που σκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτείες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σε όλο του τον πλούτο; Κι αυτά δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να αμφιβάλλουμε, αλλά ο ίδιος ο υιός Του. Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού, αφού ήμαστε αμαρτωλοί και ο Χριστός πέθανε για μας;». (7)
Έτσι βλέπουμε ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος με την ανθρώπινη σημασία της λέξης ατής, αλλά ότι η δικαιοσύνη Του σημαίνει την καλοσύνη και αγάπη Του που δε δίνονται με δίκαιο τρόπο, δηλαδή, ο Θεός δίνει πάντα χωρίς να παίρνει τίποτε για αντίδοση και δίνει σε πρόσωπα σαν κι εμάς, που δεν είμαστε άξιοι να παίρνουμε. Γι’ αυτό ο άγιος Ισαάκ μας διδάσκει:«Μη ονομάζεις το Θεό δίκαιο, γιατί η δικαιοσύνη του Θεού δε γνωρίζεται στα έργα σου∙ μπορεί ο Δαβίδ να τον ονομάζει δίκαιο και ευθύ, αλλά ο υιός Του, ο Ιησούς Χριστός και σωτήρας μας, μας φανέρωσε ότι είναι μάλλον αγαθός και χρηστός (Λουκ. στ΄,35). Είναι αγαθός, λέει, προς τους πονηρούς και ασεβείς ανθρώπους».(8)
5. Ο Θεός είναι καλός, στοργικός και αγαθός προς εκείνους που παρακούν και τον αγνοούν.(9) Ποτέ δεν ανταποδίδει κακό στο κακό. Ποτέ δεν εκδικείται.(10) Οι τιμωρίες Του είναι μέσα αγάπης για διόρθωση, εφόσο κάτι μπορεί να διορθωθεί και θεραπευτεί σ’ αυτή τη ζωή.(11) Ποτέ δεν εκτείνονται στην αιωνιότητα. Τα πάντα δημιούργησε καλά.(12) Τα άγρια θηρία αναγνωρίζουν σαν αφέντη τους το χριστιανό, που με ταπείνωση έχει αποκτήσει το «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Τον πλησιάζουν όχι με φόβο αλλά με χαρά, με υποταγή αγάπης και ευγνωμοσύνης. Κουνούν τα κεφάλια τους και λείχουν τα χέρια του και τον υπηρετούν με ευγνωμοσύνη. Τα άλογα ζώα γνωρίζουν ότι ο Κύριος και Θεός τους δεν είναι πονηρός και κακός και εκδικητικός, αλλά μάλλον γεμάτος αγάπη. (Βλ. επίσης αγίου Ισαάκ Σύρου, Σωζόμενα Ασκητικά, Αθήνα 1871, σελ. 95-96). Μας προστάτεψε και μας έσωσε όταν πέσαμε. Το αιώνιο κακό δεν έχει καμιά σχέση με το Θεό. Προέρχεται από τη θέληση των ελευθέρων, λογικών πλασμάτων Του, και τη θέληση αυτή ο Θεός τη σέβεται.(13)
Ο θάνατος δε μας επιβλήθηκε από το Θεό.(14) Τον προκαλέσαμε με την ανταρσία μας. Ο Θεός είναι Ζωή και η Ζωή είναι Θεός. Επαναστατήσαμε κατά του Θεού, κλείσαμε τις πόρτες στη ζωοποιό χάρη Του.(15) Γράφει ο άγιος Βασίλειος: «Όσο απομακρυνόταν από τη ζωή, τόσο πλησίαζε προς το θάνατο. Γιατί ο Θεός είναι Ζωή, η στέρηση της ζωής είναι θάνατος».(16) Συνεχίζει ο άγιος Βασίλειος: «Ο Θεός δε δημιούργησε θάνατο, εμείς τον φέραμε πάνω μας. Παρά ταύτα, δεν εμπόδισε καθόλου την αποσύνθεση...για να μην κάνει την αναπηρία μας αθάνατη».(17)
Όπως το λέει ο άγιος Ειρηναίος: «Χωρισμός από το Θεό είναι θάνατος, χωρισμός από το φώς είναι σκότος... και δεν είναι το φώς που τους προκαλεί την τιμωρία της τυφλότητας».(18)
«Θάνατος, -λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής- είναι κυρίως ο χωρισμός από το Θεό, τον οποίο ακολούθησε αναγκαστικά ο σωματικός θάνατος. Ζωή είναι κυρίως Εκείνος που είπε: "Εγώ είμαι η Ζωή"...».(19)
Και γιατί ο θάνατος ήρθε σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος; Γιατί εκείνοι που δεν αμάρτησαν μαζί με τον Αδάμ πέθαναν όπως κι εκείνος; Ορίστε η απάντηση του αγίου Αναστασίου του Σιναϊτου: «Γίναμε κληρονόμοι της κατάρας του Αδάμ. Δεν τιμωρηθήκαμε σαν νάχαμε παρακούσει τη θεία εκείνη εντολή μαζί με τον Αδάμ. Αλλά επειδή ο Αδάμ έγινε θνητός, μεταβίβασε την αμαρτία στους απογόνους του. Γίναμε θνητοί, αφού γεννηθήκαμε από θνητό».(20)
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί: «Ο Θεός δεν είπε στον Αδάμ: επίστρεψε εκεί απ’ όπου ελήφθης, αλλά του είπε: "Γη εί και εις γην απελεύση". Δεν είπε: εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, να πεθάνετε! αλλά "εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θα πεθάνετε". Ούτε και πρόσθεσε μετά, "επίστρεψε τώρα στη γη", αλλά είπε: "Θα επιστρέψεις" (απελεύση) προειδοποιώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, επιτρέποντας δίκαια και όχι εμποδίζοντας εκείνο που θα γίνει».(21)
Βλέπουμε ότι ο θάνατος δεν ήρθε κατά προσταγή του Θεού αλλά σαν συνέπεια της από μέρους του Αδάμ διακοπής των σχέσεών του με την πηγή της Ζωής, που προκάλεσε η παρακοή του. Και ο Θεός με την καλοσύνη Του τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό.
«Το ίδιο το ξύλο της γνώσεως, -λέει ο Θεόφιλος Αντιοχείας- ήταν καλό και ο καρπός του ωραίος. Δεν ήταν, όπως νομίζουν μερικοί, το ξύλο που είχε το θάνατο μέσα του, αλλά η παρακοή. Δεν υπήρχε όταν τη χρησιμοποιεί κανείς κατάλληλα».(22)
6. Έτσι, στη γλώσσα της Αγίας Γραφής «δίκαιος» σημαίνει καλός και στοργικός. Όταν μιλάμε για τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης δε σημαίνει ότι ήταν καλοί κριτές αλλά ότι ήταν καλοί και φιλόθεοι. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι δίκαιος δεν εννοούμε ότι είναι καλός κριτής, που γνωρίζει να τιμωρεί τους ανθρώπους δίκαια, ανάλογα με τη βαρύτητα των εγκλημάτων τους, αλλ’ αντίθετα, εννοούμε ότι είναι καλός και στοργικός, συγχωρεί όλες τις ανομίες και παρακοές μας και επιθυμεί με κάθε μέσο να μας σώσει και ποτέ δεν ανταποδίδει κακό αντί κακού.(23)
7. Ελπίζω να βλέπετε τώρα πως ο Θεός συκοφαντήθηκε από τη δυτική θεολογία. Ο Αυγουστίνος, ο Άνσελμος, ο Θωμάς Ακινάτος και όλοι οι μαθητές τους συνεισέφεραν σ’ αυτή τη «θεολογική» συκοφαντία. Και είναι τα θεμέλια της δυτικής θεολογίας, είτε παπικής είτε προτεσταντικής. Οπωσδήποτε οι θεολόγοι αυτοί δεν εκφράζονται ανοιχτά ότι ο Θεός είναι μια κακή και εμπαθής ύπαρξη. Μάλλον θεωρούν το Θεό εγκλωβισμένο από μια υπέρτατη δύναμη, από μια σκοτεινή και αδυσώπητη Ανάγκη, σαν εκείνη που κυβερνούσε τους θεούς των ειδωλολατρών. Η Ανάγκη ατή τον υποχρεώνει να ανταποδίδει κακό αντί κακού και δεν του επιτρέπει να συγχωρήσει και να ξεχάσει το κακό που διαπράχθηκε ενάντια στο θέλημά Του, εκτός αν του προσφερθεί μια άπειρη ικανοποίηση. Εδώ ανοίγουμε το μεγάλο ζήτημα της ειδωλολατρικής ελληνικής επιρροής στο χριστιανισμό.
Η ειδωλολατρική νοοτροπία ήταν η πηγή όλων των αιρέσεων. Στην Ανατολή η επιρροή της ήταν πολύ ισχυρή, γιατί η Ανατολή ήταν το σταυροδρόμι όλων των φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων. Όπως όμως διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη, «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Έτσι όταν άνθιζαν οι αιρέσεις άνθιζε και η Ορθοδοξία και μολονότι διώκονταν από τους δυνατούς αυτού του κόσμου, πάντα κατέληγε νικηφόρος.
Στη Δύση, αντίθετα, η ειδωλολατρική ελληνική νοοτροπία μπήκε σεμνά, χωρίς να πάρει τη χροιά της αίρεσης. Μπήκε με το πλήθος των λατινικών κειμένων του Αυγουστίνου, επισκόπου Ιππώνος. Ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός, που ζούσε τότε στη Δύση, αντιλήφθηκε το δηλητήριο που υπήρχε στη διδασκαλία του Αυγουστίνου που επειδή όμως γράφτηκαν στη λατινική και το περιεχόμενό τους ήταν υπερβολικά εκτεταμένο δεν επέτρεψε τη μελέτη τους από τους άλλους πατέρες της Εκκλησίας και έτσι δεν καταδικάστηκαν στην Ανατολή, όπως καταδικάστηκαν τα βιβλία του Ωριγένη. Το γεγονός αυτό τους επέτρεψε να ασκήσουν αργότερα ισχυρή επιρροή στη δυτική σκέψη και θεολογία. Στη Δύση σιγά - σιγά η γνώση της ελληνικής γλώσσας εξαφανιζόταν και τα κείμενα του Αυγουστίνου ήταν τα μόνα διαθέσιμα σε μια γλώσσα που εκεί ήταν κατανοητή. Έτσι η Δύση δέχτηκε σαν χριστιανική μια διδασκαλία που σε πολλά σημεία της ήταν ειδωλολατρική. Οι καισαροπαπικές εξελίξεις στη Ρώμη δεν επέτρεψαν καμιά υγιή αντίδραση σ’ αυτήν την κατάσταση πραγμάτων και έτσι η Δύση πνίγηκε στην ανθρωπιστική ειδωλολατρική σκέψη που επικρατεί μέχρι σήμερα.(25)
Έτσι έχουμε από τη μια μεριά την Ανατολή που, μιλώντας και γράφοντας ελληνικά, παράμεινε ουσιαστικά ο Νέος Ισραήλ, με ισραηλιτική σκέψη και ιερή παράδοση και από την άλλη μεριά τη Δύση που, έχοντας ξεχάσει την ελληνική γλώσσα και έχοντας αποκοπεί από το ανατολικό κράτος, κληρονόμησε την ειδωλολατρική ελληνική σκέψη και τη νοοτροπία της και σχημάτισε μ’ αυτήν μια νοθευμένη χριστιανική διδασκαλία.
Στην πραγματικότητα, η αντίθεση ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τη δυτική χριστιανοσύνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαιώνιση της αντίθεσης ανάμεσα στον Ισραήλ και την Ελλάδα.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ότι οι πατέρες της Εκκλησίας πίστευαν ότι ήταν πραγματικά πνευματικά τέκνα του Αβραάμ, ότι η Εκκλησία θεωρούσε τον εαυτό της Νέο Ισραήλ και ότι οι ορθόδοξοι λαοί, είτε ήταν Έλληνες, είτε Ρώσοι, Βούλγαροι ή Σέρβοι, Ρουμάνοι κ.λ.π. ήταν σίγουροι ότι ήταν σαν το Ναθαναήλ, πραγματικοί Ισραηλίτες, ο λαός του Θεού. Και ενώ αυτή ήταν η πραγματική συνείδηση της ανατολικής χριστιανοσύνης, η Δύση γινόταν όλο και περισσότερο ένα παιδί της ειδωλολατρικής ανθρωπιστικής Ελλάδας και Ρώμης.
8. Ποιά ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διαφοράς σκέψης ανάμεσα στον Ισραήλ και την ειδωλολατρεία; Εφιστώ την προσοχή σας σ’ αυτό το πολύ σπουδαίο θέμα.
Ο Ισραήλ πιστεύει στο Θεό.
Η ειδωλολατρεία πιστεύει στη δημιουργία∙ δηλαδή στην ειδωλολατρεία η δημιουργία θεοποιείται. Για τους ειδωλολάτρες Θεός και δημιουργία είναι ένα και το αυτό πράγμα. Ο Θεός είναι απρόσωπος, προσωποποιημένος σ’ ένα πλήθος θεών.
Ο Ισραήλ (και όταν μιλούμε για τον Ισραήλ εννοούμε τον πραγματικό Ισραήλ, τα πνευματικά τέκνα του Αβραάμ, εκείνους που έχουν την πίστη που δόθηκε από το Θεό στον εκλεκτό λαό Του, όχι εκείνους που εγκατέλειψαν αυτή την πίστη. Τα πραγματικά τέκνα του Αβραάμ είναι η Εκκλησία του Χριστού και όχι εκείνοι οι κατά σάρκα απόγονοι, το γένος των Ιουδαίων) γνωρίζει ότι Θεός και δημιουργία είναι δύο ριζικά διαφορετικά είδη ύπαρξης. Ο Θεός είναι αυθύπαρκτος, προσωπικός, αιώνιος, αθάνατος, Ζωή και η Πηγή της ζωής, Ύπαρξη και Πηγή της ύπαρξης. Ο Θεός είναι η μόνη πραγματική ύπαρξη: "Ο ‘Ων", ο μόνος ‘Ων. Αυτό είναι το νόημα του άρθρου "Ο". (26)
Η δημιουργία, αντίθετα, δεν είναι αυθύπαρκτη. Εξαρτάται ολοκληρωτικά από τη θέληση του Θεού. Υπάρχει εφόσο ο Θεός θέλει να υπάρχει. Δεν είναι αιώνια. Δεν έχει ύπαρξη. Ήταν μηδέν, ήταν απολύτως τίποτα. Δημιουργήθηκε εκ του μηδενός.(27)
Στο Μέγα Ευχολόγιο (Βιέννη, 1862), ένα βασικό λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας, διαβάζουμε:
«Ο Θεός ο μέγας και Ύψιστος, ο μόνος έχων αθανασίαν» (7η ευχή του Εσπερινού, σελ. 15).
«Ο μόνος φύσει ζωοποιός... μόνε αθάνατε», (Ωδή 5η, Νεκρώσιμος ακολουθία εις λαϊκούς, σελ. 410).
«Αυτός μόνος υπάρχεις, αθάνατος», (σελ. 411).
«Ο φύσει υπάρχων τη θεϊκή, αθάνατος μόνος». (Ωδή 1η, Νεκρώσιμος Ακολουθία εις Κοσμικούς Άνδρας, σελ. 471).
Αυτή είναι η πίστη του Ισραήλ.
Ποιά είναι η διδασκαλία της ειδωλολατρείας; Ειδωλολατρεία είναι η συνέπεια της απώλειας της επαφής με το Θεό. Το πλήθος των αμαρτιών της ανθρωπότητας έκαναν τους ανθρώπους ανίκανους να λάβουν το θείο φως και να έχουν οποιαδήποτε ένωση με το Ζώντα Θεό. Η συνέπεια ήταν να θεωρήσουν σαν κάτι θείο τη δημιουργία, που έβλεπαν καθημερινά μπροστά τους.
Η ειδωλολατρεία θεωρεί τη δημιουργία σαν κάτι το αυθύπαρκτο και αθάνατο, κάτι που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Στην ειδωλολατρεία οι θεοί είναι μέρος της δημιουργίας. Δεν τη δημιούργησαν από το μηδέν, απλά και μόνο σχηματοποίησαν την υπάρχουσα ύλη. Η ύλη μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Τα σχήματα έρχονται στην ύπαρξη και εξαφανίζονται, αλλά η ύλη η ίδια είναι αιώνια.
Οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ψυχές των ανθρώπων είναι οι πραγματικοί θεοί. Είναι αιώνιοι από τη φύση τους, όπως και η ίδια η ύλη, είναι όμως ψηλότερα από την ύλη. Μπορούν να λαμβάνουν διάφορα υλικά σχήματα σε μια διαδοχική σειρά υλικών υπάρξεων, αλλά παραμένουν ουσιαστικά πνευματικοί.
Έτσι στην ειδωλολατρεία παρατηρούμε δύο βασικά χαρακτηριστικά:
1ον. Αποδίδονται σ’ ολόκληρη τη δημιουργία τα χαρακτηριστικά της θεότητας, όπως: αιωνιότητα, αθανασία, αυθυπαρξία.
2ον. Μια διάκριση ανάμεσα στο πνευματικό και το υλικό και έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο, σαν έναν ανταγωνισμό σε κάτι υπέρτερο και κάτι υποδεέστερο.
Η ειδωλολατρεία και ο ανθρωπισμός είναι ένα και το αυτό πράγμα. Στην ειδωλολατρεία ο άνθρωπος είναι θεός, γιατί είναι αιώνιος εκ φύσεως. Γι’ αυτό η ειδωλολατρεία είναι πάντα υπεροπτική. Είναι ναρκισσισμός. Είναι αυτολατρεία. Στην Ελλάδα οι θεοί είχαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η ελληνική θρησκεία ήταν η ειδωλολατρική λατρεία του ανθρώπου. Η ψυχή του ανθρώπου θεωρούνταν η αληθινή του ύπαρξη και ήταν αθάνατη εκ φύσεως.
Έτσι βλέπουμε ότι στην ειδωλολατρεία ο διάβολος πέτυχε να δημιουργήσει μια παγκόσμια πίστη, ότι οι άνθρωποι ήταν θεοί και έτσι δε χρειάζονταν το Θεό. Γι’ αυτό η υπερηφάνεια ήταν τόσο μεγάλη στην Ελλάδα και η ταπείνωση κάτι αδιανόητο. Στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης γράφει τα ακόλουθα λόγια: «Το να μη θίγεται κανείς από προσβολές είναι σημείο χυδαίου και δουλικού ανθρώπου». Ο άνθρωπος που πείθεται από το διάβολο να πιστέψει ότι η ψυχή του είναι αθάνατη εκ φύσεως ποτέ δεν μπορεί να ταπεινωθεί και ποτέ δεν μπορεί να πιστέψει πραγματικά στο Θεό, γιατί δε χρειάζεται το Θεό, όντας ο ίδιος Θεός, όπως η πλάνη του τον κάνει να πιστεύει.
Γι’ αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας, κατανοώντας από την αρχή τον κίνδυνο αυτού του ανόητου σφάλματος, προειδοποίησαν τους χριστιανούς για το γεγονός ότι, όπως το αναφέρει ο άγιος Ειρηναίος, «η διδασκαλία πως η ανθρώπινη ψυχή είναι εκ φύσεως αθάνατη είναι εκ του πονηρού» (Έλεγχος, ΙΙΙ, 20, 1).
Την ίδια προειδοποίηση συναντάμε στον άγιο Ιουστίνο (Διάλογος προς Τρύφωνα, 6, 1-2), στο Θεόφιλο Αντιοχείας (Προς Αυτόλυκον, 2, 97), στον Τατιανό (Προς τους Έλληνες, 13) κ.λ.π.
Ο άγιος Ιουστίνος εξηγεί τον πρωταρχικό αθεϊσμό που υπάρχει στην πίστη της φυσικής αιωνιότητας και αθανασίας της ανθρώπινης ψυχής. Γράφει: «Υπάρχουν μερικοί άλλοι που, νομίζοντας πως η ψυχή είναι αθάνατη και ασώματη, πιστεύουν ότι αν και έχουν διαπράξει το κακό δε θα τιμωρηθούν (γιατί ό,τι είναι ασώματο δεν έχει και αισθήσεις) και ότι η ψυχή, σαν συνέπεια της αθανασίας της, δε χρειάζεται τίποτα από το Θεό» (Διάλογος προς Τρύφωνα, 1).
Ειδωλολατρεία είναι άγνοια του αληθινού Θεού, μια πλανεμένη αντίληψη ότι η δημιουργία Του είναι θεία, ότι είναι θεός. Ο θεός αυτός, όμως, που είναι η φύση, είναι απρόσωπος, μια τυφλή δύναμη, πάνω απ’ όλους τους προσωπικούς θεούς και καλείται «Ανάγκη». Στην πραγματικότητα η Ανάγκη αυτή είναι η προβολή του ανθρώπινου λόγου, σαν μια μαθηματική ανάγκη που κυβερνά τον κόσμο. Είναι μια προβολή του ορθολογισμού πάνω στη φύση. Η ορθολογιστική αυτή Ανάγκη είναι ο αληθινός, υπέρτατος, τυφλός θεός των ειδωλολατρών. Οι ειδωλολάτρες θεοί είναι τμήματα του κόσμου και είναι αθάνατοι λόγω της αθανασίας της φύσης που είναι η ουσία της. Σ’ αυτήν την ειδωλολατρική αντίληψη ο άνθρωπος είναι μόνο η ψυχή του(30)
Αλλά οι θεοί δεν είναι ελεύθεροι. Κυβερνούνται από την Ανάγκη που είναι απρόσωπη.
9. Οι διάφορες αιρέσεις ανάμιξαν αυτόν ακριβώς τον ειδωλολατρικό τρόπο σκέψης με τη χριστιανική διδασκαλία. Αυτό επίσης συνέβη και στη Δύση. Άρχισαν να διακρίνουν όχι μεταξύ Θεού και της δημιουργίας Του αλλά μεταξύ πνεύματος και ύλης.(31)
Άρχισαν να πιστεύουν την ψυχή του ανθρώπου σαν κάτι αιώνιο από μόνο του και να θεωρούν την κατάσταση του ανθρώπου μετά το θάνατο όχι σαν ύπνο στα χέρια του Θεού αλλά σαν την πραγματική ζωή του ανθρώπου,(32)
Εκείνο όμως που είναι πιο αξιοσημείωτο στο θέμα μας είναι ότι άρχισαν να αισθάνονται πως ο Θεός υπέκειτο στην Ανάγκη, σ’ αυτή την ορθολογική Ανάγκη, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ανθρώπινη λογική. Διακήρυξαν ότι ο Θεός ήταν ανίκανος να έρθει σε επαφή με κατώτερα πλάσματα όπως οι άνθρωποι, γιατί δεν το επέτρεπαν οι ορθολογιστικές φιλοσοφικές ιδέες τους. Αυτή η αντίληψη αποτέλεσε το θεμέλιο για τις ησυχαστικές έριδες. Είχε ήδη ξεκινήσει με τον Αυγουστίνο, που δίδαξε ότι στο Μωϋσή δε μίλησε ο Θεός αλλά άγγελος.
Από αυτή την άποψη περί Ανάγκης, στην οποία υποτάσσονται ακόμα και οι θεοί, πρέπει να καταλάβουμε τη δυτική νομικίστικη αντίληψη για τη δικαιοσύνη του Θεού. Ο Θεός έπρεπε να τιμωρήσει την παρακοή του ανθρώπου. Του ήταν αδύνατο να συγχωρήσει. Κάποια ανώτερη Ανάγκη απαιτούσε εκδίκηση. Ακόμα κι αν ο Θεός ήταν πραγματικά καλός κι αγαθός δεν μπορούσε να ενεργήσει με καλοσύνη. Ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει αντίθετα προς την αγάπη Του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει για να σώσει την ανθρωπότητα ήταν να τιμωρήσει τον Υιό Του, στη θέση των ανθρώπων. Έτσι η Ανάγκη θα ικανοποιείτο.
10. Αυτός είναι ο θρίαμβος της ελληνιστικής σκέψης στο χριστιανισμό. Ο Ωριγένης, σαν ελληνιστής, είχε φτάσει στα ίδια συμπεράσματα. Ο Θεός ήταν δίκαιος από ανάγκη. Αναγκάστηκε να τιμωρήσει, να εκδικηθεί, να στείλει ανθρώπους στην κόλαση. Η κόλαση ήταν δημιούργημα του Θεού. Ήταν μια τιμωρία που απαιτούσε η δικαιοσύνη. Αυτή η απαίτηση για δικαιοσύνη ήταν μια ανάγκη. Ο Θεός ήταν υποχρεωμένος να υποταχθεί. Δεν του επιτρεπόταν να συγχωρήσει. Υπήρχε μια ανώτερη δύναμη, μια Ανάγκη, που δεν Του επέτρεπε να αγαπά χωρίς όρους.
Ο Ωριγένης όμως ήταν και χριστιανός και γνώριζε ότι ο Θεός ήταν γεμάτος από αγάπη. Πώς είναι δυνατό να ομολογείς ένα Θεό γεμάτο αγάπη, όταν βασανίζει τους ανθρώπους αιώνια; Αν ο Θεός είναι η αιτία της κόλασης, τότε από ανάγκη πρέπει η κόλαση αυτή να σταματήσει κάποτε, διαφορετικά δεν μπορούμε να παραδεχτούμε ότι ο Θεός είναι καλός και αγαθός. Αυτή η νομικίστικη αντίληψη για το Θεό, σαν όργανο μιας ανώτερης, απρόσωπης δύναμης ή θεότητας που ονομάζεται Ανάγκη, οδηγεί λογικά «στην αποκατάσταση των πάντων και την καταστροφή της κόλασης», διαφορετικά πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Θεός είναι μοχθηρός.
Η ειδωλολατρική ελληνική σκέψη δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι αιτία της κόλασης δεν είναι ο Θεός αλλά τα λογικά πλάσματά Του. Αν ο Θεός δεν ήταν ελεύθερος, αφού εξουσιαζόταν από την Ανάγκη, πώς θα μπορούσαν να ήταν ελεύθερα τα πλάσματά Του; Ο Θεός δε θα μπορούσε να δώσει κάτι που δεν κατείχε ο ίδιος. Η ειδωλολατρική ελληνική σκέψη δεν μπορούσε ακόμα να αντιληφθεί την αφιλοκερδή αγάπη. Η ελευθερία όμως είναι το ύψιστο δώρο που ο Θεός μπορούσε να δώσει σ’ ένα πλάσμα, γιατί η ελευθερία εξομοιώνει τα λογικά πλάσματα με το Θεό. Αυτό ήταν ένα δώρο ακατανόητο για τους Έλληνες ειδωλολάτρες. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ένα πλάσμα που θα μπορούσε να πει «όχι» σ’ ένα παντοδύναμο Θεό. Αν ο Θεός ήταν παντοδύναμος δε θα μπορούσαν να του πουν «όχι» τα πλάσματα. Έτσι αν ο Θεός έδινε στους ανθρώπους τη χάρη Του, οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να την απορρίψουν. Διαφορετικά ο Θεός δε θα ήταν παντοδύναμος. Αν δεχτούμε ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, τότε η χάρη Του πρέπει να είναι ακαταμάχητη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να την αποφύγουν. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι εκείνοι που στερούνται τη χάρη του Θεού, τη στερούνται επειδή ο Θεός δεν τους την έδωσε. Έτσι η απώλεια της Χάρης του Θεού, που είναι αιώνιος πνευματικός θάνατος, με άλλα λόγια κόλαση, είναι στην ουσία μια πράξη που εξαρτάται καθ’ ολοκληρία από το Θεό. Ο Θεός είναι Εκείνος που τιμωρεί τους ανθρώπους αυτούς με τη στέρηση της χάρης Του, με το να μην της επιτρέπει να τους φωτίζει. Έτσι ο Θεός είναι η αιτία του αιώνιου πνευματικού θανάτου εκείνων που είναι κολασμένοι. Η κόλαση είναι μια ενέργεια του Θεού, μια ενέργεια της δικαιοσύνης του Θεού, μια ενέργεια ανάγκης ή σκληρότητας. Σαν αποτέλεσμα, ο Ωριγένης σκέφτηκε ότι αν θέλουμε να παραμείνουμε χριστιανοί, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι πραγματικά καλός, πρέπει να πιστέψουμε ότι η κόλαση δεν είναι αιώνια αλλά θα έχει ένα τέλος, παρά τα όσα γράφονται στην Αγία Γραφή και ό,τι πιστεύει η Εκκλησία. Αυτό είναι το μοιραίο, απόλυτα λογικό, συμπέρασμα. Αν ο Θεός είναι ο αίτιος της κόλασης, η κόλαση πρέπει να έχει τέλος, διαφορετικά ο Θεός είναι κακός.
11.
Ο παράδεισος ή η κόλαση εξαρτάται από τον τρόπο που δεχόμαστε την αγάπη του Θεού. Στην αγάπη Του θα ανταποκριθούμε με αγάπη ή με μίσος; Αυτή είναι μια κρίσιμη διαφορά. Και η διαφορά αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από μας, από την ελευθερία μας, από την ενδόμυχη ελεύθερη επιλογή μας, από μια τέλεια ελεύθερη διάθεση που δεν επηρεάζεται από εξωτερικές καταστάσεις ή εσωτερικούς παράγοντες της υλικής και πνευματικής φύσης μας, γιατί δεν είναι μια εξωτερική πράξη, αλλά μια εσωτερική διάθεση, που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς μας και καθορίζει όχι τις αμαρτίες μας, αλλά τον τρόπο που σκεπτόμαστε για τις αμαρτίες μας, όπως φαίνεται καθαρά στις περιπτώσεις του Τελώνη και του Φαρισαίου και των ληστών που συσταυρώθηκαν με το Χριστό. Αυτή η ελευθερία, αυτή η επιλογή, αυτή η εσωτερική διάθεση προς το Δημιουργό μας είναι ο εσώτατος πυρήνας της αιώνιας προσωπικότητάς μας, είναι το βαθύτερο χαρακτηριστικό μας, είναι αυτό που μας κάνει ό,τι είμαστε, είναι το αιώνιο πρόσωπό μας - φωτεινό ή σκοτεινό, στοργικό ή φθονερό.
Όχι, αδελφοί μου, δυστυχώς για μας ο παράδεισος ή η κόλαση δεν εξαρτάται από το Θεό. Αν εξαρτιόταν από το Θεό δε θα φοβόμασταν τίποτα. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από την Αγάπη. Αλλά δεν εξαρτάται από το Θεό. Εξαρτάται αποκλειστικά από μας και αυτή είναι ολόκληρη η τραγωδία. Ο Θεός μας θέλει να είμαστε κατ’ εικόνα Του, αιώνια ελεύθεροι. Μας σέβεται απόλυτα. Αυτό είναι αγάπη. Χωρίς σεβασμό δεν μπορούμε να μιλάμε για αγάπη. Είμαστε άνθρωποι επειδή είμαστε ελεύθεροι. Αν δεν ήμασταν ελεύθεροι θα ήμασταν έξυπνα ζώα, όχι άνθρωποι. Ο Θεός δε θα πάρει ποτέ πίσω το δώρο της ελευθερίας που καθορίζει τι είμαστε. Αυτό σημαίνει ότι θα είμαστε πάντα αυτό που εμείς θέλουμε να είμαστε, φίλοι ή εχθροί του Θεού, και δεν υπάρχει αλλαγή σ’ αυτό το βαθύτατο είναι μας. Σ’ αυτή τη ζωή υπάρχουν βαθιές ή επιφανειακές αλλαγές στη ζωή μας, στο χαρακτήρα μας, στις πεποιθήσεις μας. Όλες αυτές οι αλλαγές, όμως, είναι μόνο η χρονικά μεταβαλλόμενη έκφραση του βαθύτερου αιώνιου εαυτού μας. Αυτός ο βαθύς αιώνιος εαυτός είναι αιώνιος με όλη τη σημασία της λέξης. Γι’ αυτό ο παράδεισος και η κόλαση είναι επίσης αιώνια. Δεν υπάρχει μεταβολή σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Τα πρόσκαιρα χαρακτηριστικά μας και η ιστορία μας στη ζωή εξαρτιώνται από πολλά επιφανειακά πράγματα, που εξαφανίζονται με το θάνατο, το αληθινό μας πρόσωπο όμως δεν είναι επιφανειακό και δεν εξαρτάται από μεταβαλλόμενα και εξαφανιζόμενα πράγματα. Είναι ο πραγματικός εαυτός μας. Παραμένει μαζί μας όταν κοιμόμαστε στον τάφο και θα γίνει το πραγματικό πρόσωπό μας κατά την ανάσταση. Είναι αιώνιος.
12.
Πολλοί θα αντείπουν: «Δε μιλάει συχνά η ίδια η Αγία Γραφή για την οργή του Θεού; Δεν είναι ο ίδιος ο Θεός που λέει ότι θα μας τιμωρήσει ή ότι θα μας συγχωρήσει; Δεν έχει γραφεί ότι "τοις εκζητούσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται" (Εβρ. ιγ΄ 6);(34)Δεν λέει ότι η εκδίκηση είναι δική του και ότι Εκείνος θα ανταποδώσει την αδικία που μας έγινε; Δεν έχει γραφεί ότι είναι "φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος;"».(35)
Στην ομιλία του με τίτλο, «Ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος των κακών», ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας γράφει τα ακόλουθα: «Αλλ’ εάν βέβαια ο Θεός είναι ανεύθυνος για τα κακά, τότε πώς έχει ειπωθεί ο λόγος∙ "εγώ ο κατασκευάσας φώς και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά" (Ησ. με΄ 7); Και πάλι∙ "ότι κατέβη κακά παρά Κυρίου επί πύλας Ιερουσαλήμ" (Μιχ. α΄ 12), και∙ "ει έσται κακία εν πόλει, ήν Κύριος ουκ εποίησε;" (Αμώς γ΄ 6). Και στη μεγάλη ωδή του Μωυσή: "ίδετε, ίδετε ότι εγώ ειμι, και ουκ έστι Θεός πλήν εμού∙ εγώ αποκτενώ και ζην ποιήσω, πατάξω καγώ ιάσομαι" (Δευτ. λβ΄ 39). Αλλά γι’ αυτόν που καταλαβαίνει το νόημα της Γραφής τίποτα από αυτά δε συνιστά κατηγορία εναντίον του Θεού, ότι είναι αίτιος και δημιουργός των κακών. Γιατί αυτός που είπε "εγώ ο κατασκευάσας φώς και ποιήσας σκότος", παρουσιάζει με αυτό τον εαυτό του δημιουργό της κτίσεως, όχι δημιουργό κάποιου κακού... "και κτίζων κακά", δηλαδή τα μεταποιεί και τα βελτιώνει, ώστε αφού παραμεριστούν τα ενυπάρχοντα κακά, να μετέχουν στη φύση του καλού».(36)
Όπως γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «η Αγία Γραφή λέει πολλά και πολλές φορές χρησιμοποιεί ονόματα καταχρηστικά, όχι στην κυριολεξία... Οι συνετοί όμως αυτά τα καταλαβαίνουν».(37)
Ο άγιος Βασίλειος δίνει στην ίδια ομιλία την εξήγηση αυτών των εκφράσεων της Αγίας Γραφής: «Γιατί ο φόβος, λέει, οικοδομεί τους απλοϊκωτέρους»(38)
Η ίδια η Αγία Γραφή, όμως, σε άλλα σημεία μας εξηγεί με περισσότερη ακρίβεια ποιος είναι ο πραγματικός αίτιος των κακών. Στον Ιερεμία (β΄ 17, 19) διαβάζουμε: «ουχί ταύτα εποίησέ σοι το καταλιπείν σε εμέ; λέγει Κύριος ο Θεός σου... παιδεύσει σε η αποστασία σου και η κακία σου ελέγξει σε∙ και γνώθι και ιδέ, ότι πικρόν σοι το καταλιπείν σε εμέ, λέγει Κύριος ο Θεός σου».
Η Αγία Γραφή μιλάει τη γλώσσα μας, τη γλώσσα που καταλαβαίνουμε στην κατάστασή μας της πτώσης. Όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη δώσαμε στις ιδιότητες του Θεού ονόματα από τις δικές μας ιδιότητες».(39)
13. Υπάρχουν όμως τιμωρίες που μας επιβάλλει ο Θεός ή μάλλον κακά που μας κάνει ο διάβολος και επιτρέπει ο Θεός. Αλλά οι τιμωρίες αυτές είναι αυτό που λέμε παιδαγωγική τιμωρία. Σαν σκοπό τους έχουν τη διόρθωσή μας σ’ αυτή τη ζωή, ή τουλάχιστον τη διόρθωση των άλλων που, από το παράδειγμά μας, θα πάρουν μάθημα και από φόβο θα διορθωθούν. Υπάρχουν και τιμωρίες που δεν έχουν σαν σκοπό τους να διορθώσουν κανένα αλλά απλά και μόνο να τερματίσουν το κακό, θέτοντας ένα τέλος σ’ εκείνους που το διαδίδουν, ώστε η γη να σωθεί από τη συνεχή διαφθορά και την ολοκληρωτική καταστροφή. Τέτοια ήταν η περίπτωση του κατακλυσμού του Νώε και της καταστροφής των Σοδόμων.(41)
Όλες αυτές οι τιμωρίες λειτουργούν και στοχεύουν σ’ αυτή τη φθαρτή κατάσταση των πραγμάτων. Δεν εκτείνονται πέραν αυτής της φθαρτής ζωής. Σκοπός τους είναι να διορθώσουν ό,τι μπορεί να διορθωθεί και να μεταβάλουν τα πράγματα προς το καλύτερο, εφόσο τα πράγματα επιδέχονται διόρθωση σ’ αυτό το μεταβλητό κόσμο. Μετά την Κοινή Ανάσταση καμιά μεταβολή δεν είναι δυνατή. Αιωνιότητα και αφθαρσία είναι κατάσταση αμετάβλητων πραγμάτων. Τότε δεν μπορεί να συμβεί καμιά απολύτως μεταβολή, παρά μόνο εξέλιξη στην κατάσταση που έχουν εκλέξει ελεύθερες προσωπικότητες. Αιώνια και άπειρη εξέλιξη αλλά όχι μεταβολή, όχι αλλαγή κατεύθυνσης, όχι επιστροφή. Ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας είναι μεταβλητός, γιατί είναι φθαρτός. Οι Καινοί Ουρανοί και η Καινή Γη της Δευτέρας Παρουσίας του Θεού είναι άφθαρτοι, δηλαδή αμετάβλητοι. Σ’ αυτό το Νέο Κόσμο της Ανάστασης θα ήταν καθαρά και αναμφίβολα μια ενέργεια εκδικητική, ανάρμοστη και κινούμενη από φθόνο, χωρίς καμιά καλή πρόθεση ή σκοπό.
Αν θεωρήσουμε την κόλαση σαν τιμωρία του Θεού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια τιμωρία χωρίς νόημα, εκτός αν δεχτούμε ότι ο Θεός είναι μια άπειρα κακή ύπαρξη.
Όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «εκείνος που παιδεύει τον άλλο για την ψυχική του υγεία, παιδεύει με αγάπη∙ εκείνος όμως που ζητά εκδίκηση είναι κενός από αγάπη. Ο Θεός παιδεύει τον άνθρωπο πάντα με αγάπη, όχι από εκδίκηση, μη γένοιτο, αλλά για να γιατρευθεί η εικόνα του∙ και η οργή του δεν κρατά πολύ. Ο τρόπος αυτός της αγάπης είναι ευθύς και δεν παρεκτρέπεται σε εκδίκηση από εμπάθεια. Ο σοφός δίκαιος είναι όμοιος με το Θεό∙ ποτέ δεν παιδεύει τον άνθρωπο από εκδίκηση για την κακία του, αλλά για να διορθωθεί αυτός ή για να φοβηθούν οι άλλοι».(42)
Βλέπουμε λοιπόν πως ο Θεός τιμωρεί εφόσο υπάρχει ελπίδα για διόρθωση. Μετά την Κοινή Ανάσταση δεν υπάρχει ζήτημα τιμωρίας από το Θεό αλλά αυτοκαταδίκη. Όπως λέει ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας «τα κακά στον Άδη δεν έχουν αίτιο το Θεό αλλά εμάς τους ίδιους».(43)
14. Θα μπορούσε να επιμείνει κανείς, παραταύτα, ότι η Αγία Γραφή και οι Πατέρες αναφέρουν πάντα το Θεό σαν Μεγάλο Κριτή που θα ανταμείψει εκείνους που τον υπακούουν και θα τιμωρήσει εκείνους που τον παρακούουν κατά την ημέρα της κρίσης (Α΄ Τιμ. δ΄ 6-8). Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αυτή τη κρίση αν δεν καταλάβουμε τα θεία λόγια όχι με ανθρώπινο αλλά με θείο τρόπο; Τι είναι η κρίση του Θεού;
Ο Θεός είναι Αλήθεια και Φως. Η κρίση του Θεού δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επαφή μας με την αλήθεια και το φως. Την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας όλοι οι άνθρωποι θα παρουσιαστούν γυμνοί μπροστά στο διεισδυτικό φως της αλήθειας. Οι «βίβλοι» θα ανοιχτούν. Ποιές είναι αυτές οι «βίβλοι»; Είναι οι καρδιές μας. Οι καρδιές μας θα ανοιχτούν με το διαπεραστικό φως του Θεού και ό,τι υπάρχει μέσα σ’ αυτές τις καρδιές θα αποκαλυφτεί. Αν μέσα σ’ αυτές τις καρδιές υπάρχει αγάπη για το Θεό, οι καρδιές θα χαίρονται βλέποντας το φως του Θεού. Αντίθετα, αν υπάρχει μίσος για το Θεό μέσα σ’ αυτές τις καρδιές, θα υποφέρουν οι άνθρωποι που δέχονται στις ανοιχτές καρδιές τους αυτό το διαπεραστικό φως της αλήθειας, που μισούσαν σ’ όλη τους τη ζωή.
Εκείνο που θα διαφοροποιήσει τον ένα άνθρωπο από τον άλλο δεν θα είναι η απόφαση του Θεού, ανταμοιβή ή τιμωρία από Αυτόν, αλλά εκείνο που βρισκόταν στην καρδιά του καθενός. Ό,τι υπήρχε εκεί στη διάρκεια της ζωής μας θα αποκαλυφθεί την Ημέρα της Κρίσης. Αν σ’ αυτήν την αποκάλυψη υπάρχει ανταμοιβή ή τιμωρία - και σίγουρα υπάρχει - δεν προέρχεται από το Θεό αλλά από την αγάπη ή το μίσος που βασιλεύει στην καρδιά μας. Η αγάπη έχει μέσα της ευλογία, το μίσος έχει απελπισία, πικρία, λύπη, πόνο, κακία, ταραχή, σύγχυση, σκοτάδι, και όλες τις άλλες εσωτερικές καταστάσεις που συνθέτουν την κόλαση (Α΄ Κορ. δ΄ 6).
Το Φως της Αλήθειας, η Ενέργεια του Θεού, η Χάρη του Θεού που θα επισκιάσει κατά την Ημέρα της Κρίσης τους ανθρώπους, ανεμπόδιστα από φθαρτές καταστάσεις, θα είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Δε θα υπάρχει καμιά απολύτως διάκριση. Όλη η διαφορά υπάρχει σε κείνους που δέχονται, όχι σε Εκείνον που δίνει. Ο ήλιος λάμπει το ίδιο στα υγιή και στα άρρωστα μάτια, χωρίς καμιά διάκριση. Τα υγιή μάτια απολαμβάνουν το φως και γι’ αυτό βλέπουν καθαρά το κάλλος που τα περιβάλλει. Τα άρρωστα μάτια αισθάνονται πόνο, πληγώνονται, υποφέρουν και θέλουν να κρυφτούν από αυτό το φως που φέρνει τόση μεγάλη ευτυχία σε κείνους που έχουν υγιή μάτια.
Αλλοίμονο, όμως, δεν υπάρχει πια καμιά δυνατότητα να αποφύγει κανείς το φως του Θεού. Σ’ αυτή τη ζωή υπήρχε. Στη Νέα Κτίση της Ανάστασης ο Θεός θα βρίσκεται παντού και σε κάθε πράγμα. Η αγάπη Του και το Φως Του θα αγκαλιάσουν τα πάντα. Δε θα υπάρχει τόπος κρυμμένος από το Θεό, όπως συνέβαινε κατά τη διάρκεια της φθαρτής ζωής μας στο βασίλειο του άρχοντα του κόσμου τούτου.(44)
Η βασιλεία του διαβόλου θα λεηλατηθεί από την Κοινή Ανάσταση και ο Θεός θα ανακαταλάβει τη δημιουργία Του.(45)
«Ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ΄ 29). Η ίδια φωτιά, που αγγίζει το χρυσό, καταναλώνει το ξύλο. Τα πολύτιμα μέταλλα λάμπουν μέσα σ’ αυτή σαν τον ήλιο, τα σκουπίδια καίγονται με μαύρο καπνό. Όλα βρίσκονται στην ίδια φωτιά της Αγάπης. Μερικά λάμπουν και μερικά γίνονται μαύρα και σκοτεινά. Στον ίδιο φούρνο το ατσάλι λάμπει σαν τον ήλιο, ενώ ο πηλός μαυρίζει και σκληραίνει σαν πέτρα.
Η διαφορά βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο, όχι στο Θεό. Η διαφορά καθορίζεται από την ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου, που ο Θεός σέβεται απόλυτα. Η κρίση του Θεού είναι η αποκάλυψη της πραγματικότητας που ενυπάρχει στον άνθρωπο.
15. Ο άγιος Μακάριος γράφει: «Όπως η βασιλεία του σκότους και η αμαρτία κρύβονται στην ψυχή μέχρι την ημέρα της ανάστασης, όταν ακόμα και το σώμα των αμαρτωλών θα καλυφθεί με το σκοτάδι που έχουν από τώρα στην ψυχή τους, έτσι και η βασιλεία του φωτός και η ουράνια εικόνα, ο Ιησούς Χριστός, φωτίζει τώρα μυστικά και βασιλεύει στις ψυχές των αγίων. Είναι δε κρυμμένος από τα μάτια των ανθρώπων... μέχρι την ημέρα της Ανάστασης, όταν ακόμα και το σώμα θα καλυφθεί και θα δοξασθεί με το φώς του Κυρίου, που από τώρα υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε και το σώμα να συμβασιλεύει με την ψυχή, η οποία δέχεται από τώρα τη βασιλεία του Χριστού, αναπαύεται και φωτίζεται με αιώνιο φώς».(46)
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, λέει ότι αυτό που μετράει στην αιώνια ζωή δεν είναι τι κάνει ο άνθρωπος αλλά τι είναι, αν μοιάζει με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας, ή αν διαφέρει και δεν του μοιάζει. Λέει: «Στη μέλλουσα ζωή ο χριστιανός δεν εξετάζεται αν έχει απαρνηθεί τον κόσμο ολόκληρο για την αγάπη του Χριστού ή αν έχει μοιράσει τα πλούτη του στους φτωχούς ή αν έκλαψε και θρήνησε για τις αμαρτίες του ή αν έχει κάνει οποιοδήποτε άλλο καλό στη ζωή αυτή, αλλά εξετάζεται προσεκτικά αν έχει ομοιότητα με το Χριστό, όπως έχει ένας γιός με τον πατέρα του».
16. Ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: «Δε δεχόμαστε τις ευεργεσίες όλοι με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι δέχονται το πυρ του Κυρίου, δηλαδή το λόγο Του, και με την εργασία μαλακώνει η καρδιά τους, όπως το κερί, και άλλοι το δεχόμαστε και με την αργία γινόμαστε σκληρότεροι, όπως ο πηλός και η πέτρα. Και δεν αναγκάζει κανένα μας να το δεχθούμε με όμοιο τρόπο. Αλλά όπως ο ήλιος, στέλνει τις ακτίνες του και φωτίζει όλο τον κόσμο και εκείνος μεν που θέλει να τον βλέπει φωτίζεται, εκείνος δε που δε θέλει να τον βλέπει δεν πιέζεται να το κάνει. Κανένας δεν είναι υπεύθυνος για τη στέρηση του φωτός παρά μόνο εκείνος που δεν το θέλει. Γιατί ο Θεός έφτιαξε και τον ήλιο και τα μάτια. Ο άνθρωπος όμως έχει την εξουσία να δεχθεί το φώς ή όχι. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ. Ο Θεός στέλνει σε όλους μας το φώς της γνώσης σαν ακτίνες, μετά τη γνώση όμως μας έδωσε και την πίστη σαν μάτι. Εκείνος που θέλει να λάβει τη γνώση μέσω της πίστης τη διατηρεί με τα έργα του και ο Θεός του δίνει περισσότερη προθυμία και γνώση και δύναμη».(47)
17. Νομίζω ότι μέχρι τώρα φτάσαμε στο σημείο να κατανοήσουμε ακριβώς τι είναι αιώνια κόλαση και τι αιώνιος παράδεισος και ποιος είναι πραγματικά υπεύθυνος γι’ αυτή τη διαφορά.
Στην εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας βλέπουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό καθήμενο επί θρόνου. Στα δεξιά του βλέπουμε τους φίλους του, τους ευλογημένους άνδρες και γυναίκες που έζησαν με την αγάπη Του. Αριστερά Του βλέπουμε τους εχθρούς Του, όλους αυτούς που τον μισούσαν στη ζωή τους, ακόμα και αν εμφανίζονταν ευλαβείς και θεοσεβείς. Κι εκεί, στη μέση αυτών των δύο, βλέπουμε έναν πύρινο ποταμό να πηγάζει από το θρόνο του Χριστού και να έρχεται προς εμάς. Τι είναι αυτός ο πύρινος ποταμός; Είναι όργανο βασανισμού; Είναι μια ενέργεια εκδίκησης που έρχεται από το Θεό για να εξαφανίσει τους εχθρούς του;
Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο πύρινος αυτός ποταμός είναι εκείνος ο αρχαίος που «εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον» (Γεν. β΄ 10). Είναι ο ποταμός της χάρης του Θεού που πότιζε τους αγίους του Θεού από την αρχή. Με μια λέξη, είναι το ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του. Η αγάπη είναι φωτιά. Όποιος αγαπάει το γνωρίζει αυτό. Ο Θεός είναι Αγάπη. Επομένως, ο Θεός είναι Φωτιά. Και η φωτιά καταναλώνει όλους εκείνους που δεν είναι οι ίδιοι φωτιά και κάνει λαμπερούς και φωτεινούς όλους εκείνους που είναι οι ίδιοι φωτιά (παράβ. Εβρ. ιβ΄ 29).
Πολλές φορές ο Θεός εμφανίστηκε σαν φωτιά: στον Αβραάμ, στο Μωϋσή στη φλεγόμενη βάτο, στο λαό του Ισραήλ, δείχνοντάς τους στην έρημο το δρόμο, σαν μια πύρινη στήλη τη νύχτα και σαν φωτεινή νεφέλη την ημέρα, όταν κάλυπτε τη σκηνή του μαρτυρίου με τη δόξα Του (Έξοδος, μ΄ 28,32), και όταν έβρεχε φωτιά στην κορυφή του όρους Σινά. Ο Θεός αποκαλύφθηκε σαν φωτιά στο όρος της Μεταμορφώσεως και είπε ότι ήρθε «βαλείν πυρ επί την γην» (Λουκ. ιβ΄ 49), δηλαδή αγάπη, γιατί όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος «η αγάπη είναι πηγή πυρός» (ομιλία λ΄ 18).
Ο Έλληνας συγγραφέας Φώτης Κόντογλου έλεγε κάπου ότι, «η πίστη είναι φωτιά και δίνει θερμότητα στην καρδιά. Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε στα κεφάλια των αποστόλων εν είδει πυρίνων γλωσσών. Οι δύο μαθητές, σαν φανερώθηκε σ’ αυτούς ο Κύριος, είπανε: "πώς δεν κάηκε η καρδιά μας τότε που μας μιλούσε στον δρόμο που περπατούσαμε μαζί Του!" Την πίστη την παρομοιάζει ο Χριστός με "λύχνον καιόμενον". Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος έλεγε στο κήρυγμά του πως ο Χριστός θα βάφτιζε τους ανθρώπους "εν Πνεύματι Αγίω και πυρί". Κι αληθινά, ο Κύριος έλεγε: "Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη, και τι θέλω άλλο αν άναψε;" Λοιπόν το πιο χειροπιαστό γνώρισμα της πίστεως είναι η θέρμη. Γι’ αυτό λέγεται και "θερμή πίστις", θερμουργός πίστις. Και όπως το γνώρισμα της πίστεως είναι η θέρμη, το σίγουρο γνώρισμα της αμαρτίας είναι η ψύχρα. Θέλεις να καταλάβεις έναν άνθρωπο αν πιστεύει ή αν είναι άπιστος; Αν νοιώσεις θέρμη να βγαίνει απ’ αυτόν, από τα μάτια του, από τα λόγια του, από τα φερσίματά του, να είσαι βέβαιος πως έχει πίστη στην καρδιά του. Αν νοιώσεις πάλι ψύχρα να βγαίνει απ’ όλο το είναι του θα πει πως δεν έχει πίστη, και ας λέει ό,τι θέλει. Μπορεί να κάνει γονυκλισίες, να γέρνει το κεφάλι του ταπεινά, να λέει ηθικολογίες με σιγανή φωνή, όλα αυτά θα βγάζουνε μια παγερή πνοή που έρχεται απάνω σου και σε παγώνει κι εσένα».(48)
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι «παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού, στην οποία υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών» και ότι «το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού».(49)
«Μη πλανάσθε, -λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος- ο Θεός είναι φωτιά και όταν ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος, έβαλε φωτιά στη γη, όπως λέει και ο ίδιος. Η φωτιά αυτή περιτριγυρίζει, ζητώντας να βρει ύλη, δηλαδή γνώμη και προαίρεση αγαθή, για να πέσει μέσα σ’ αυτή και ν’ ανάψει^ και σ’ αυτούς που θα ανάψει η φωτιά αυτή υψώνεται σε μεγάλη φλόγα και φθάνει μέχρι τον ουρανό... (η φωτιά αυτή) πρώτα μας καθαρίζει τελείως από το μολυσμό των παθών και μετά γίνεται μέσα μας τροφή και πιοτό και φωτισμός και χαρά και μας κάνει κι εμάς φώς κατά μέθεξη, γιατί μετέχουμε σ’ εκείνο το φως» (Λόγος ΟΗ΄).
Ο Θεός είναι φλόγα αγάπης. Και είναι φλόγα αγάπης για όλους, καλούς ή κακούς. Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά στον τρόπο που δέχονται οι άνθρωποι αυτή τη φλόγα αγάπης του Θεού. Ο άγιος Βασίλειος λέει ότι «το πύρινο ξίφος τοποθετήθηκε στην αυλή του Παραδείσου για να προφυλάσσει την προσέγγιση προς το δέντρο της ζωής. Ήταν φοβερό και πύρινο προς τους άπιστους αλλά καλό και προσιτό προς τους πιστούς, φέρνοντάς τους το φώς της ημέρας».(50)
Η ίδια φλόγα αγάπης φέρνει την ημέρα σε κείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με αγάπη και καίει εκείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με μίσος.
Παράδεισος και κόλαση είναι ο ένας και ίδιος ποταμός του Θεού, μια φλόγα αγάπης που αγκαλιάζει και καλύπτει όλους με την ίδια ευεργετική θέληση, χωρίς καμιά διαφορά ή διάκριση. Το ίδιο ζωοποιό νερό είναι αιώνια ζωή για τους πιστούς και αιώνιος θάνατος για τους απίστους. Για τους πρώτους είναι στοιχείο ζωής, για τους δεύτερους είναι όργανο αιώνιας ασφυξίας. Παράδεισος για τον ένα, κόλαση για τον άλλο. Μη το θεωρείτε περίεργο. Ο γιός που αγαπά τον πατέρα του θα αισθάνεται ευτυχισμένος στα χέρια του, αν όμως δεν τον αγαπά, το τρυφερό αγκάλιασμα του πατέρα του θα είναι γι’ αυτόν μαρτύριο. Γι’ αυτό, επίσης, το να αγαπάμε εκείνον που μας μισεί έχει παρομοιαστεί με το να ρίχνουμε άνθρακα πυρός και καυτή στάχτη στο κεφάλι του.
«Λέω δε, -γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος- ότι οι κολαζόμενοι στη γέεννα τιμωρούνται με τη μάστιγα της αγάπης του Θεού... Είναι άτοπο να πιστεύει κανείς ότι οι αμαρτωλοί στην κόλαση στερούνται την αγάπη του Θεού. Γιατί η αγάπη του Θεού, που είναι απότοκος της γνώσης γι’ Αυτόν, δίνεται αδιάκριτα σε όλους, αλλά ενεργεί κατά δύο τρόπους: τους μεν αμαρτωλούς κολάζει, τους δε δίκαιους ευφραίνει».(51)
Ο Θεός είναι αγάπη. Αν πιστεύουμε πραγματικά την αλήθεια αυτή, γνωρίζουμε ότι ο Θεός ποτέ δε μισεί, ποτέ δε τιμωρεί, ποτέ δεν εκδικείται. Όπως λέει ο αββάς Αμμωνάς, «η αγάπη δε μισεί ποτέ και κανένα, ποτέ δε κατακρίνει κανένα, δεν καταδικάζει, δε λυπεί, δεν αποστρέφεται κανένα, πιστό ή άπιστο ή ξένο ή αμαρτωλό ή μοιχό ή ακάθαρτο, αλλά αντίθετα εκείνους που αγαπά περισσότερο είναι ακριβώς οι αμαρτωλές και αδύνατες και αμελείς ψυχές και για τις οποίες αισθάνεται πόνο και λυπάται και κλαίει και νοιώθει συμπάθεια για τους κακούς και αμαρτωλούς περισσότερο από τους καλούς, μιμούμενη το Χριστό που κάλεσε τους αμαρτωλούς και έφαγε και ήπιε μαζί τους. Γι’ αυτό το λόγο, διδάσκοντας τι είναι πραγματική αγάπη, είπε: "γίνεσθε ουν οικτίρμονες καθώς και ο πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς", και όπως βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς και ανατέλλει τον ήλιο επί δικαίους και αδίκους, έτσι είναι και αυτός που έχει πραγματική αγάπη και συμπάθεια και προσεύχεται για όλους».(52)
18. Αν τώρα κάποιος μπερδεύεται και δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατό η αγάπη του Θεού να καταστήσει κάποιον αξιοθρήνητα δυστυχισμένο και πονεμένο, ακόμα και καιόμενο, σαν μέσα σε φλόγες, ας αναλογιστεί το μεγαλύτερο αδελφό του ασώτου υιού. Δεν ήταν μέσα στο κτήμα του πατέρα του; Ο ίδιος ο πατέρας του δε βγήκε να τον παρακαλέσει και να τον ικετεύσει να έρθει και να λάβει μέρος στη χαρούμενη γιορτή; Τι τον έκανε δυστυχισμένο και τον έκαιγε με εσωτερική πικρία και μίσος; Ποιος του αρνήθηκε τίποτα; Γιατί δε χάρηκε με την επιστροφή του αδελφού του; Γιατί δεν είχε αγάπη είτε προς τον πατέρα του είτε προς τον αδελφό του; Δεν ήταν από την κακή εσωτερική του διάθεση; Δεν παράμεινε στην κόλαση από αυτή την αιτία; Και τι ήταν αυτή η κόλαση; Ήταν κάποιος ξεχωριστός τόπος; Υπήρχαν όργανα βασανισμού; Δε συνέχισε να ζει στο σπίτι του πατέρα του; Τι τον ξεχώρισε από όλους τους χαρούμενους ανθρώπους του σπιτιού, εκτός απ’ το μίσος του και την πικρία του; Μήπως ο πατέρας του ή ακόμα και ο αδελφός του σταμάτησαν να τον αγαπούν; Δεν ήταν αυτή ακριβώς η αγάπη που σκλήραινε όλο και περισσότερο την καρδιά του; Δεν ήταν η χαρά που τον έκανε λυπημένο; Δεν έκαιγε το μίσος την καρδιά του, μίσος για τον πατέρα του και τον αδελφό του, μίσος για την αγάπη του πατέρα του προς τον αδελφό του και για την αγάπη του αδελφού του προς τον πατέρα του;
Αυτή είναι κόλαση, η άρνηση της αγάπης. Η ανταπόδοση μίσους στην αγάπη. Πικρία στη θέα μιας αθώας χαράς. Το να περιβάλλεσαι από αγάπη και να έχεις στην καρδιά σου μίσος. Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία ζουν αιώνια όλοι οι καταδικασμένοι. Όλοι τους αγαπιούνται τρυφερά. Όλοι τους είναι προσκαλεσμένοι στη χαρούμενη γιορτή. Όλοι τους ζουν στη Βασιλεία του Θεού, στην Καινή Γη και στους Καινούς Ουρανούς. Κανένας δεν τους διώχνει. Ακόμα και αν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν δε θα μπορούσαν να δραπετεύσουν από τη Νέα Κτίση του Θεού, ούτε να κρυφτούν από την τρυφερή αγάπη της πανταχού παρουσίας του Θεού. Η μόνη τους εναλλακτική λύση ίσως θα ήταν ν’ απομακρυνθούν από τους αδελφούς τους και ν’ αναζητήσουν μια πικρή μοναξιά, αλλά δε θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το Θεό και την αγάπη Του. Κι αυτό που είναι το πιο τρομερό είναι ότι σ’ αυτή την αιώνια ζωή, σ’ αυτή τη Νέα Κτίση, ο Θεός είναι το πάν για τα πλάσματά Του.
Όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «σ’ αυτή τη ζωή τα πράγματα με τα οποία έχουμε σχέση είναι πολυάριθμα∙ για παράδειγμα: χρόνος, αέρας, τόπος, τροφή και νερό, ενδυμασία, ηλιακό φώς, τεχνητό φώς και άλλες ανάγκες της ζωής, κανένα από τα οποία, όσα και νάναι, δεν είναι Θεός. Η ευλογημένη εκείνη κατάσταση στην οποία ελπίζουμε δεν έχει ανάγκη κανένα από αυτά τα πράγματα, αλλά ο Θεός θα είναι όλα και αντί για όλα σε μας, μοιράζοντας τον εαυτό Του κατ’ αναλογία σε κάθε ανάγκη αυτής της ύπαρξης. Είναι επίσης σαφές από την Αγία Γραφή ότι ο Θεός, σ’ αυτούς που το αξίζουν, γίνεται τόπος και οικία και ένδυμα και τροφή και πιοτό και φώς και πλούτος και βασιλεία και οτιδήποτε περνάει από τη σκέψη που μπορεί να κάνει τη ζωή μας χαρούμενη».(53)
Στη νέα αιώνια ζωή ο Θεός θα είναι το πάν για τα πλάσματά Του, όχι μόνο στους καλούς αλλά και στους κακούς, όχι μόνο σ’ αυτούς που τον αγαπούν αλλά και σε κείνους που τον μισούν. Πώς όμως, εκείνοι που τον μισούν, θα υποφέρουν να δέχονται τα πάντα από τα χέρια Εκείνου που απεχθάνονται; ‘Ω, τι αιώνιο βάσανο είναι αυτό, τι αιώνια φωτιά, τι τρυγμός των οδόντων!
«Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι» στην αιώνια εσωτερική φωτιά του μίσους,(54)
ΑΜΗΝ!
Πηγή: http://www.epignosi.eu/archieveEpignosi.aspx
(«Ο Πύρινος Ποταμός» Αλέξανδρου Καλόμοιρου. Τίτλος πρωτοτύπου: The river of fire, 1980, Μετάφραση από τα αγγλικά: Πέτρος Μπότσης, 1985. Κεντρική Διάθεση: «Ζέφυρος», Παύλου Μελά 15, 546 22 Θεσσαλονίκη, Τηλ. 221 390, Δεύτερη έκδοση: Καλοκαίρι 1992, Θεσσαλονίκη., Τρίτη έκδοση: Άνοιξη 1995, Θεσσαλονίκη)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. «Τούτο εστιν το κακόν, η του Θεού αλλοτρίωσις». Μ. Βασιλείου Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός. Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τ. 7 σελ. 112 (εφεξής παρατίθεται σαν Ε.Π.Ε.). «Όσοι... αφίστανται κατά την γνώμην αυτών του Θεού, τούτοις τον απ’ αυτού χωρισμόν επάγει. Χωρισμός δε του Θεού, θάνατος». Ειρηναίου, Έλεγχος, Ε΄ ΧΧVII, 2. «Οι δε άνθρωποι, αποστραφέντες τα αιώνια και συμβουλία του διαβόλου εις τα της φθοράς επιστραφέντες, εαυτοίς αίτιοι της εν τω θανάτω φθοράς γεγόνασι». Μ. Αθανασίου, Λόγος περι της ενανθρωπήσεως του Λόγου, 5, Migne, P.G., 25, 104-105. «Όσον γάρ αφίστατο της ζωής, τοσούτον προσήγγιζε τω θανάτω. Ζωή γάρ ο Θεός^ στέρησις δε της ζωής θάνατος. ‘Ωστε εαυτώ τον θάνατον ο Αδάμ διά της αναχωρήσεως του Θεού κατεσκεύασε...». Μ. Βασιλείου, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, 7 Migne P.G., 31, 345.
2. «Η απολυτρωτική θυσία... επιτεύχθηκε γιά να αποκαταστήσει την προηγούμενη αρμονική σχέση ανάμεσα στον ουρανό και τη γή, που είχε ανατρέψει η αμαρτία, να ικανοποιήσει την προσβλημένη δικαιοσύνη του Θεού» (Εγκύκλιος Πασχαλινή Επιστολή 1980 του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου, Επίσκεψις, αρ. 229, 15 Απριλίου 1980).
3. «Άφρων ούν, ως αληθώς εστερημένος νού και φρονήσεως, ο λέγων ότι ουκ έστι Θεός. Παραπλήσιος δε τούτω, και ουδέν κατά την αφροσύνην απολειπόμενος, και ο λέγων των κακών αίτιον είναι τον Θεόν. Ομότιμον γάρ αυτών είναι τίθεμαι την αμαρτίαν, διότι εκάτεροι ομοίως αρνούνται τον αγαθόν∙ ο μέν ούκ είναι το παράπαν λέγων, ο δε ουκ αγαθόν αυτόν είναι διοριζόμενος. Ει γάρ κακών αίτιος, ουκ αγαθός δηλονότι∙ ώστε αμφοτέρωθέν έστιν άρνησις του Θεού». Μ. Βασίλειος, Ε.Π.Ε. 7, 90.
4. π.χ. στη Γαλλία, όταν μιλούν γιά το Θεό, σχεδόν πάντα χρησιμοποιούν την έκφραση «le bon dieu».
5. «Αλλ’ είποι τις αν∙ Ναί, παρώλισθεν ο Αδάμ, και της θείας αλογήσας εντολής, φθορά και θανάτω κατεδικάζετο∙ είτα πώς αμαρτωλοί δι’ αυτόν κατεστάθησαν οι πολλοί; Τι πρός ημάς τα εκείνου πταίσματα; Πώς δε όλως οι μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα σύν αυτώ καίτοι Θεού λέγοντος∙ Ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, ούτε τέκνα υπέρ πατέρων, ψυχή η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται (Δευτ. κδ, 16); Ουκύν ψυχή μέν η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται΄ αμαρτωλοί δε γεγόναμεν διά της παρακοής του Αδάμ διά τοιόνδε τρόπον∙ πεποίητο μέν γάρ επί αφθαρσίΆα και ζωή, ήν δε αυτώ και ο βίος αγιοπρεπής εν τω παραδείσω της τρυφής, όλον ήν και διά παντός εν θεοπτίαις ο νούς, εν ευδείΆα δε και γαλήνη το σώμα, κατηρεμούσης απάσης αισχράς ηδονής∙ ου γάρ ήν εκτόπων κινημάτων θόρυβος εν αυτώ. Επειδή δε πέπτωκεν υφ’ αμαρτίαν, και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ούν η φύσις την αμαρτίαν διά της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ∙ ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ διά της παρακοής την φθοράν, εισέδυ τε ούτως αυτήν τα πάθη...» Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την πρός Ρωμαίους Επιστολήν Migne, P.G., 74, 788-789. «Και μήν ει, του Αδάμ αμαρτόντος, αμαρτωλοί διά τούτο κατεστάθησαν οι εξ αυτού, δίκην ουκ οφείλουσιν∙ ουδέ γάρ αφ’ εαυτών αμαρτωλοί γεγόνασιν. Λοιπόν ούν το «αμαρτωλοί», αντί του «θνητοί» τέθειται∙ αμαρτίας γάρ ο θάνατος επιτίμιον∙ Εν τω πρωτοπλάστω τοίνυν, θνητής γεγενημένης της φύσεως, μετέσχον της θνητότητος ακολούθως και οι μέτοχοι της φύσεως του προπάτορος». Ευθυμίου Ζιγαβηνού, Ερνημεία εις την πρός Ρωμαίους επιστολήν, 5, 19.
6. Σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι συνηθίζουμε να εννοούμε με τον όρο «δικαιοσύνη». Η άγνοια αυτή μας έχει κάνει να θεωρούμε λυδία λίθο της Ορθοδοξίας μερικές πολύ περίεργες θεωρίες, ειδικότερα τη νομικίστικη αντίληψη της σωτηρίας που βασίζεται σε μια δικαιοσύνη που μοιάζει με την Ανάγκη των αρχαίων, και καταδυναστεύει όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και το Θεό και δίνει στό χριστιανισμό μια σκοτεινή εικόνα. Βλέπε τη σχετική μελέτη του S. Lynonnett La Soteriologie Paulinienne, Introduction a la Bible II, (Belgium, Desclees & Bower), σελ. 840.
7. «Και πώς ονομάζεις τον Θεόν δίκαιον, όταν απαντήσης τω κεφαλαίω τω περί του μισθού των εργατών; (Ματθ. κ.ιγ) εταίρε ουκ αδικώ σε, θέλω δούναι τούτω τω εσχάτω ως και σοί. Ει ο οφθαλμός σου πονηρός στιν, ότι εγώ αγαθός ειμί». Πώς πάλιν καλεί άνθρωπος τον Θεόν δίκαιον, όταν απαντήση τω κεφαλαίω του ασώτου υιού, ός εσκόρπισε τον πλούτον εν ασωτεία, ότε εν τη κατανύξει μόνη, εν ή έδειξε, πώς έδραμε, και έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού, και εξουσίαν έδωκεν αυτώ επί πάντα τον πλούτον αυτού; ουδείς γάρ άλλος είπε περί αυτού ταύτα. Που εστίν η δικαιοσύνη του Θεού; ότι ήμεν αμαρτωλοί, και ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών;» Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ξ΄.
8. «Μη καλέσης τον Θεόν δίκαιον, ότι η δικαιοσύνη αυτού ου γνωρίζεται εν τοις πράγμασί σου. Και εάν ο Δαβίδ καλεί αυτόν δίκαιον και ευθύν, αλλά ο υιός αυτού εφανέρωσεν ημίν, ότι μάλλον αγαθός εστι και χρηστός. (Λουκ. σ΄ λε΄). Αγαθός εστι φησί, τοις πονηροίς και ασεβέσι». Αυτόθι.
9. «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον μονογενή εαυτού υιόν δούναι εις θάνατον υπέρ αυτού. Ουχ ότι ουκ ηδύνατο εν άλλω τρόπω λυτρώσασθαι ημάς, αλλά την αγάπην εαυτού την υπερβάλλουσαν εν τούτω ευρέθη διδάσκων ημάς. Και εν τω θανάτω του μονογενούς εαυτού υιού προσήγγισεν ημάς πρός εαυτόν. Και ει είχε τιμιώτερον αυτού, έδωκεν αν ημίν, όπως εν αυτώ ευρεθή αυτώ το γένος ημών. Και διά την αγάπην αυτού την πολλήν, ουκ ευδόκησε την ελευθερίαν ημών βιάσασθαι, κάν δυανατός ή ποιήσαι, αλλά τη αγάπη του φρονήματος ημών πλησιάσαι αυτώ». Αγίου Ισαάκ του Σύρου, Λόγος πα΄.
10. Αθυμούντες μέν, της πρός τον Πέτρον εντολής του Κυρίου μη παυσώμεθα μνημονεύειν, του συγχωρείν εβδομηκοντάκις επτά τω αμαρτάνοντι∙ ό γάρ ετέρω ενετείλατο, και αυτός πολλώ πλέον ποιήσει». Αγίου Ιωάννου Σιναϊτου, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, λα΄.
11. «Δίκαιος σοφός, τω Θεώ εστίν όμοιος^ ου γάρ παιδεύει παντελώς άνθρωπον αμυνόμενος αυτόν εις την κακίαν αυτού, αλλ’ ή ίνα διορθωθή ο άνθρωπος, ή άλλοι φοβηθώσιν». Αγίου Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ογ΄. «Τούτο δε ο Θεός μεγάλην ευεργεσίαν παρέσχε τω ανθρώπω, το μη διαμείναι αυτόν εις τον αιώνα εν αμαρτίΆα όντα» Θεόφιλου Αντιοχείας, Πρός Αυτόλυκον, Β΄ 26.
12. «Είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησε και ιδού καλά λίαν» (Γεν. α΄ 31). Ο Θεός πάν το εύ πως έχον εδημιούργησεν, η δε των δαιμόνων ασωτία τοις εν τω κόσμω πρός το κακοποιείν εχρήσατο, και τούτων εστί της κακίας το είδος και ουχί του Θεού του τελείου... κόσμου δε κατασκευή καλή, το δε εν αυτώ πολίτευμα φαύλον». Τατιανού, Πρός Έλληνας, 17, 19. «Ου γάρ τι κακόν αρχ΄΄Ηηθεν γέγονεν από του Θεού, αλλά τα πάντα καλά και καλά λίαν». Θεόφικου Αντιοχείας, Πρός Αυτόλυκον. Β΄ 17. «Pour l’ hebreau, le sensible n’ est pas mauvais, ni fautif. Le mal ne vient pas de la matiere. Le monde est tres bon» C. Tresmontant, Essai sur la Pensee Hebraique, Paris, 1953, σελ. 56. «Ουκ έστι τι των όντων, ό μη μετέχει του καλού και αγαθού». Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, Migne P.G. 3, 704. «Ει γάρ και των κατά μέρος οικονομουμένων διαφεύγουσιν ημάς οι λόγοι, αλλ’ έν γε εκείνο δόγμα ταίς ψυχαίς ημών ενεπαρχέτω, το μηδέν κακόν παρά του αγαθού γίνεσθαι». Μ. Βασιλείου, Ότι ουκ έστιν αίτιος τ~ ων κακών ο Θεός, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ. 112. «Ου γάρ Θεού κινείν τα παρά φύσιν... ο δε Θεός τελείως αγαθός ών αϊδίως αγαθοποιός εστιν». Αθηναγόρου, Πρεσβ. 26.
13. «Ούτω πονηρός ο διάβολος, εκ προαιρέσεως έχων την πονηρίαν, ου φύσις αντικειμένη τω αγαθώ». Μ. Βασίλειος, Ε.Π.Ε. 7, 112. «Όσα δε ο άνθρωπος ποιεί, εαυτώ ποιεί και τα καλά και τα κακά». Άγιος Αντώνιος ο Μέγας, Φιλοκαλία, τόμος Α΄ κεφ. 121.
14. «Ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων, έκτισε γάρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου, και ουκ έστιν εν αυταίς φάρμακον ολέθρου ούτε Άδου βασίλειον επί γής» (Σοφία Σολομώντος α΄ 13-14). «Ότι ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν∙ φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον». (Σοφία Σολομώντος β΄ 23-24).
15. «Ο μέν κατ’ εικόνα του Θεού γεγονώς χωρισθέντος απ’ αυτού του πνεύματος του δυνατωτέρου (δηλ. του Αγίου Πνεύματος) θνητός γίνεται». Τατιανού, Πρός Έλληνας.
16. «Όσον γάρ αφίστατο της ζωής, τοσούτον προσήγγιζε τω θανάτω. Ζωή γάρ, ο Θεός∙ στέρησις δε της ζωής θάνατος. ‘Ωστε εαυτώ τον θάνατον ο Αδάμ διά της αναχωρήσεως του Θεού κατεσκεύασε κατά το γεγραμμένον ότι, «ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σού απολούνται». Μ. Βασιλείου, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, Migne, P.G. 31, 345.
17. «Ούτως ουχί Θεός έκτισε θάνατον, αλλ’ ημείς εαυτοίς εκ πονηράς γνώμης επεσπασάμεθα. Ου μήν εκώλυσε την διάλυσιν διά τάς προειρημένας αιτίας, ίνα μη αθάνατον ημίν την αρρωστίαν διατηρήση». Αυτόθι.
18. «Όσοι.. αφίστανται κατά την γνώμην αυτών του Θεού, τούτοις τον απ’ αυτού χωρισμόν επάγει. Χωρισμός δε του Θεού, θάνατος^ και χωρισμός φωτός, σκότος... ου του φωτός επιφέροντος αυτοίς την εν τυφλώσει τιμωρίαν». Ειρηναίου, Έλεγχος, Ε΄ 27, 2. «Οι δε αφίστανται του φωτός και αφορίζουσιν εαυτούς του Θεού». Αυτόθι. Ε΄ 28, 1.
19. «Θάνατος μέν εστι κυρίως ο του Θεού χωρισμός... ώ επηκολούθησεν εξ ανάγκης και ο του σώματος θάνατος. Ζωή δε κυρίως εστίν ο ειπών «εγώ ειμί η ζωή». Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία, Β΄ σελ. 27.
20. «Γεγόναμεν της εν Αδάμ κατάρας κληρονόμοι. Ου γάρ πάντως ως σύν εκείνω παρακούσαντες της θείας εκείνης εντολής τετιμωρήμεθα, αλλ’ ότι θνητός γεγονώς, εις το εξ αυτού σπέρμα παρέπεμψε την αμαρτίαν∙ θνητοί γάρ γεγόναμεν εκ θνητού». Άγιος Αναστάσιος ο Σιναϊτης (βλ. Ι.Ν. Καρμίρη, Σύνοψις Δογματικής Διδασκαλίας Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 38).
21. «Η μέν του κατά ψυχήν θανάτου απόφασις, ήν εις έργον ήγαμεν ημίν η παράβασις κατά δικαιοσύνην του κτίσαντος∙ εγκαταλιπόντας γάρ κατέλιπεν ως αυτοβούλους γεγονότας μη βιασάμενος∙ η μέν ούν απόφασις εκείνη προαναπεφώνηται παρά του Θεού φιλανθρώπως, καθ’ άς αιτίας ειρήκαμεν∙ ανέσχε δε και υπερέθετο την απόφασιν του κατά σώμα θανάτου πρότερον, και ηνίκα ταύτην εξήνεγκε βάθει σοφίας και φιλανθρωπίας υπερβολή πρός το μέλλον την εις έργον έκβασιν ταύτης εταμιεύσατο, μη πρός τον Αδάμ ειπών^ επιστράφηθι όθεν ελήφθης∙ αλλά γή εί, και εις γήν υποστρέψεις. Ένι δε τοις συνετώς ακοϋουσι και των τοιούτων λόγων ιδείν, ως ο Θεός ου ψυχής, ου σώματος εποίησε θάνατον. Ούτε γάρ πρότερον είπε προτάσσων, θάνετε ήν αν ημέραν φάγητε∙ αλλ’ υποστρέψεις, προαναγγέλων και εφιείς και μη κωλύων σύν δίκη το εκβησόμενον». Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά, Θεολογικά, Ηθικά τε και Πρακτικά. Migne, P.G., 150, 1157-1160.
22. «Το μέν ξύλο το της γνώσεως αυτό μέν καλό και ο καρπός αυτού καλός. Ου γάρ, ως οίονταί τινες, θάνατον είχεν το ξύλον, αλλ’ η παρακοή. Ου γάρ τι έτερον ήν εν τω καρπώ ή μόνον γνώσις. Η δε γνώσις καλή, επάν αυτή οικείως τις χρήσηται». Θεόφιλου Αντιοχείας, Πρός Αυτόλυκον, Β΄ 25. «Ου του ξύλου τον θάνατον τίκτοντος∙ θάνατον γάρ ο Θεός ουκ εποίησεν∙ αλλά της παρακοής εφελκομένης τον θάνατον». Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος εις το Άγιον Σάββατον Ι΄, P.G. 96, 612a.
23. «Και τι εστι καρδία ελεήμων; καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών, και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Εκ της πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης της συνεχούσης την καρδίαν, και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού, και ου δύναται βαστάξαι ή ακούσαι, ή ιδείν βλάβην τινά, ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην. Και διά τούτο και υπέρ των αλόγων, και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει, του φυλαχθήναι αυτούς, και ιλασθήναι αυτοίς ομοίως και υπέρ της φύσεως των ερπετών εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού αμέτρως καθ’ ομοιότητα του Θεού». (Αγίου Ισαάκ του Σύρου, Λόγος πα΄).
24. «Ο Θεός αγαθός και απαθής και αμετάβλητός εστιν. Εις δε τις τον μέν Θεόν μη μεταβάλλεσθαι, εύλογόν τε ηγείται και αληθές∙ απορεί δε, πώς αγαθοίς μέν χαίρει, κακούς δε αποστρέφεται∙ και αμαρτάνουσι μέν οργίζεται∙ θεραπευόμενος δε, ίλεως γίνεται; ρητέον, ως ούτε χαίρει ο Θεός ούτε οργίζεται∙ το γάρ χαίρειν και λυπείσθαι, πάθος∙ ούτε δώροις θεραπεύεται∙ ηδονή γάρ αν ηπηθείη∙ ου θέμις εκ των ανθρωπίνων πραγμάτων εύ ή κακώς έχειν το θείον. Αλλ’ εκείνος μέν αγαθός εστι και ωφελεί μόνον, βλάπτει δε ουδέποτε, κατά ταύτα και ωσαύτως έχων∙ ημείς δε αγαθοί μένοντες δι’ ομοιότητα Θεώ συναπτόμεθα∙ κακοί δε γεγόμενοι δι’ ανομοιότητα, χωριζόμεθα του Θεού. Κατ’ αρετήν ζώντες εχόμεθα του Θεού∙ κακοί δε γεγόμενοι, εχθρόν ζόμεθα ημών ουκ εώντων ελλάμπειν, δαίμοσι δε κολαστικοίς συναπτόντων. Ει δε ευχαίς και ευποιϊαις λύσιν αμαρτημάτων ευρίσκομεν, ου τον Θεόν θεραπεύομεν και μεταβάλλομεν, αλλά διά των δρωμένων και της πρός το θείον επιστροφής την ημετέραν κακίαν ιώμενοι, πάλιν της του Θεού αγαθότητος απολαύομεν∙ ώστε όμοιον λέγειν, τον Θεόν τους κακούς αποστρέφεσθαι και τον ήλιον τοις εστερημένοις της οράσεως κτύπτεσθαι». Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου (βλ. Φιλοκαλία, κεφ. 150). «Ου Θεός εστιν ο εχθραίνων αλλ’ ημείς, Θεός γάρ ουδέποτε εχθραίνει». Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
25. «Τη εισηγήσει του Αυγουστίνου έπαυσε πλέον εις την Δύσιν να θεωρείται ο σατανάς ως πράγματι αντιτιθέμενος πρός τον Θεόν και ως έχων το κράτος του θανάτου, ών αίτιος αυτού. Η κοσμολογία του Αυγουστίνου δεν επέτρεπε να υπάρχουν βουλήσεις αντίθετες πρός την θείαν θέλησιν. Επομένως όχι μόνον ο θάνατος, αλλ’ ακόμη και η εις τας χείρας του διαβόλου πτώσις του ανθρώπου είναι εκ Θεού τιμωρία. Ο πρότερον έχων το κράτος του θανάτου και σφοδρότατα πολεμών τον Θεόν και τον άνθρωπον γίνεται τώρα υπηρέτης του Θεού διά την τιμωρίαν και ταλαιπωρίαν της ανθρωπότητος». Ι.Σ. Ρωμανίδη, Το προπατορικόν αμάρτημα, σελ. 17. «Και οι διαμαρτυρόμενοι και οι παπικοί θεωρούν τον Θεόν ως αίτιον του θανάτου». Αυτόθι.
26. Πιστεύομεν τοιγαρούν εις ένα Θεόν, μίαν αρχήν άναρχον, άκτιστον, αγέννητον ανόλεθρόν τε αθάνατον, αιώνιον, άπειρον, απερίγραπτον, απεριόριστον, απειροδύναμον, απλήν, ασύνθετον, ασώματον, άρρευστον, απαθή, άτρεπτον, αναλλοίωτον, αόρατον, πηγήν αγαθότητος και δικαιοσύνης, φώς νοερόν, απρόσιτον, δύναμιν ουδενί μέτρω γνωριζομένην, μόνω δε τω οικείω βουλήματι μετρουμένην - πάντα γάρ, όσα θέλει, δύναται - πάντων κτισμάτων ορατών τε και αοράτων ποιητικήν, πάντων συνεκτικήν και συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατούσαν και άρχουσαν και βασιλεύουσαν ατελευτήτω και αθανάτω βασιλεία, μηδέν εναντίον έχουσαν, πάντα πληρούσαν, υπ’ ουδενός περιεχομένην, αυτήν δε μάλλον περιέχουσαν τα σύμπαντα και συνέχουσαν και προέχουσαν∙ αχράντως ταίς όλαις ουσίαις επιβατεύουσαν και πάντων επέκεινα και πάσης ουσίας εξηρημένην ως υπερούσιον και υπέρ τα πάντα ούσαν, υπέρθεον, υπεράγαθον, υπερπλήρη, τάς όλας αρχάς και τάξεις αφορίζουσαν και πάσης αρχής και τάξεως υπεριδρυμένην υπέρ ουσίαν και ζωήν και λόγον και έννοιαν∙ αυτοφώς, αυτοαγαθότητα, αυτοζωήν, αυτοουσίαν ως μη παρ’ ετέρου το είναι έχουσαν ή τι των όσα εστίν, αυτήν δε πηγήν ούσαν του είναι τοις ούσι∙ τοις ζώσι της ζωής, τοις λόγου μετέχουσι του λόγου, τοις πάσι πάντων αγαθών αιτίαν∙ πάντα ειδυϊαν πρίν γενέσεως αυτών∙ μίαν ουσίαν, μίαν θεότητα, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ενέργειαν, μίαν αρχήν, μίαν εξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν βασιλείαν, εν τρισί τελείαις υποστάσεσι γνωριζομένην τε και προσκυνουμένην μια προσκυνήσει πιστευομένην τε και λατρευομένην υπό πάσης λογικής κτίσεως ασυγχύτως ηνωμέναις και αδιαστάτως διαιρουμέναις∙ ό και παράδοξον∙ εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, εις ά και βεβαπτίσμεθα∙ ούτω γάρ ο Κύριος τοις αποστόλοις βαπτίζειν ενετείλατο∙ «Βαπτίζοντες αυτούς», φάσκων, «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Ακριβής έκθεσις της Ορθοδόξου Πίστεως, Α΄ 8.
27. «... χωρίς ύλης εποίησεν...» Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, P.G. 59.308.
28. Βλ. Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις Ορθοδόξου Πίστεως, Α΄ 14.
29. «Ότι πάντα μέν όσα θέλει, δύναται, ουχ όσα δε δύναται θέλει^ δύναται γάρ απολέσαι τον κόσμον, ου θέλει δε». Αυτόθι
30. «Ψυχή σώματος απηλλαγμένη ούτε αγαθόν τι ούτε πονηρόν δύναται να διαπράξη. Αι οπτασίαι τάς οποίας βλέπουσι τινές περί των εκείσε οικονομικώς ο Θεός ταύτα δείκνυσι πρός ωφέλειαν. ‘Ωσπερ η λύρα εάν δεν έχει τον κρούοντα αργή μένει και άπρακτος, ούτω και η ψυχή και το σώμα όταν απ’ αλλήλων χωρισθώσι ουδέν ενεργήσαι δύνανται». Μέγας Αθανάσιος.
31. «Έκαστον γάρ κατά την ιδίαν φύσιν σώμα εστιν, ο άγγελος, η ψυχή, ο δαίμων∙ ότι κάν λεπτά ώσιν, όμως εν υποστάσει και χαρακτήρι και εικόνι κατά την λεπτότητα της φύσεως αυτών σώματα τυγχάνει λεπτά». Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλίαι Πνευματικαί, Ομιλία Δ΄.
32. «Εξέλθωμεν και ίδωμεν εν τοις τάφοις, ότι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία». Μέγα Ευχολόγιον, έκδοσις ΑΣΤΕΡΟΣ, σελ. 415. «‘Ωσπερ γάρ το φώς εσπέρας δύνον, ουκ απόλλυται, αλλά κρύπτεται, ούτω και ο άνθρωπος, ως εις δύσιν τινά τω τάφω παραπεμφθείς, πάλιν τη ανατολή της Αναστάσεως τετήρηται». Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
33. «Ο τοίνυν μεμφόμενος τον ποιητήν ως μη φυσικώς κατασκευάσαντα ημάς αναμαρτήτους, ουδέν έτερον ή την άλογον φύσιν της λογικής προτιμά». (Μ. Βασιλείου, Ε.Π.Ε. 7. 110).
34. Επίσης, «Μη αποβάλητε ούν την παρρησίαν υμών, ήτις έχει μισθαποδοσίαν μεγάλην» (Εβρ. ι΄ 35).
35. «Εκουσίως γάρ αμαρτανόντων ημών μετά το λαβείν την επίγνωσιν της αληθείας, ουκέτι περί αμαρτιών απολείπεται θυσία, φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναντίους: Αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρισί μάρτυσιν αποθνήσκει∙ πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ώ ηγιάσθη, και το Πνεύμα της Χάριτος ενυβρίσας; οίδαμεν γάρ τον ειπόντα∙ εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος∙ και πάλιν∙ Κύριος κρινεί τον λαόν αυτού. Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. ι΄ 26-31).
36. «Αλλ’ είπερ αναίτιος των κακών ο Θεός, φησί, πώς είρηται το «Εγώ ο κατασκευάσας φώς και ποιήσας σκότος, ποιών ειρήνην και κτίζων κακά»; και πάλιν∙ «Κατέβη, φησί, κακά παρά Κυρίου επί πύλας Ιερουσαλήμ». Και «ουκ έστι κακία εν πόλει, ήν Κύριος ουκ εποίησε». Και εν τη μεγάλη ωδή του Μωϋσέως∙ «Ίδετε, ίδετε ότι πατάξω, καγώ ιάσομαι». Αλλ’ ουδέν τούτων τω συνιέντι τον νούν της Γραφής κατηγορίαν έχει Θεού, ως κακών αιτίου και ποιητού∙ ο γάρ ειπών, ότι «Εγώ ο κατασκευάζων φώς και ποιών σκότος», της κτίσεως δημιουργόν εαυτόν διά τούτων παρίστησιν, ουχί κακού τινός ποιητήν... «κτίζων δε κακά», τουτέστι μετακοσμεί αυτά και εις βελτίωσιν άγει, ώστε αποθέμενα το είναι κακά, την του καλού φύσιν μεταλαβείν». (Μ. Βασιλείου Ε.Π.Ε. 7.94-96).
37. «Πολλά λέγει η θεία γραφή, και τίθησι καταχρηστικώς ονόματα πολλάκις... Αλλ’ οι συνετοί συνιείσι τούτο». Αγίου Ισαάκ του Σύρου, Λόγος πγ΄.
38. «Οικοδομεί γάρ ο φόβος τους απλουστέρους». Μ. Βασιλείου, Ε.Π.Ε. 7.98.
39. Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Πέμπτος Θεολογικός Λόγος, 22, P.G. 36. 157.
40. Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παραπ. 1.11.
41. «Λιμοί δε και αυχμοί και επομβρίαι, κοιναί τινές εισι πληγαί πόλεων και εθνών, του κακού την αμετρίαν κολάζουσι. Ως ούν ευεργέτης ο ιατρός, κάν πόνους, κάν αλγηδόνας εμποιή τω σώματι (τη νόσω γάρ μάχεται, ουχί τω κάμνοντι), ούτως αγαθός ο Θεός ο την σωτηρίαν τω παντί διά των μερικών κολάσεων διοικούμενος. Σύ δε τω ιατρώ μέν ουδέν εγκαλείς, τα μέν τέμνοντι, τα δε καίοντι, τα δε παντελώς εξαιρούντι του σώματος, αλλά και χρήματά που υποτελείς και σωτήρα προσαγορεύεις, ότι εν ολίγω μέρει την νόσον ίστησι, πρίν εις όλον το σώμα το πάθος διαχυθήναι. Όταν δε ίδης πόλιν επικατασεισθείσαν τοις ενοικούσιν, ή πλοίον αύτανδρον κατά θαλάσσης διαλυθέν, κατά του αληθού ιατρού και σωτήρος γλώσσαν κινείν βλάσφημον ουκ οκνείς». Μ. Βασιλείου, Ε.Π.Ε. 7.94. Και το «Εγώ αποκτενώ και ζήν ποιήσω», δέχου μέν, ει βούλει, κατά το πρόχειρον της εννοίας. Οικοδομεί γάρ ο φόβος τους απλουστέρους. «Πατάξω, καγώ ιάσομαι». Και τούτο χρήσιμον αυτόθεν νοούμενον∙ της μέν πληγής εμποιούσης τον φόβον, της δε ιάσεως εις την αγάπην προτρεπομένης. Εξεστί γε μήν σοι και υψηλότερον διανοηθήναι περί των ειρημένων. Εγώ αποκτενώ τη αμαρτίΆα και ζήν ποιήσω τη δικαιοσύνη. «Όσον γάρ ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, τοσούτον ο έσω ανακαινούται». Ουκ άλλον ούν αποκτείνει και άλλον ζωοποιεί, αλλά τον αυτόν, δι’ ών αποκτείνει, ζωοποιεί, και δι’ ών πατάσσει, ιάται, κατά την Παροιμίαν την λέγουσαν, ότι «Σύ μέν πατάξεις αυτόν ράβδω, την δε ψυχήν αυτού εκ θανάτου ρύση». Ουκούν πατάσσεται μέν σάρξ, ίνα ιαθή ψυχή, θανατούται δε αμαρτία, ίνα ζήση δικαιοσύνη. Το δε, «Κατέβη κακά παρά Κυρίου επί πύλας Ιερουσαλήμ», αυτόθεν έχει την εξήγησιν. Ποία κακά; Ψόφος αρμάτων και ιππευόντων. Όταν δε ακούσης, «ουκ έστι κακία εν πόλει, ήν Κύριος ουκ εποίησε», νόει της κακίας το όνομα^ ότι την προσαγομένην κάκωσιν τοις αμαρτάνουσιν επί διορθώσει των πλημμελημάτων ο λόγος αινίσσεται. «Εκάκωσα γάρ σε, φησί, και ελιμαγχόνησα, ίνα εύ σε ποιήσω», πρίν εις άμετρον εκχυθήναι την αδικίαν ιστών, ώσπερ ρεύμα έρκει τινί κρατερώ και διαφράγματι κατεχόμενον. Διά ταύτα νόσοι πόλεων και εθνών, αέρων αυχμοί και αφορίαι γής και αι κατά τον βίον εκάστω τραχύτεροι περιπτώσεις, της κακίας την αύξησιν περικόπτουσαι. ‘Ωστε τα τοιαύτα κακά παρά Θεού γίνεται, των αληθινών κακών την γένεσιν εξαιρούνται. Αί τε γάρ κατά το σώμα κακώσεις και τα εκτός επίπονα πρός αποχήν της αμαρτίας επινενόηνται. Αναιρεί τοίνυν το κακόν ο Θεός, ουχί δε το κακόν εκ του Θεού. ... Πόλεων δε αφανισμοί, σεισμοί τε και επικλύσεις, και στρατοπέδων απώλειαι, και ναυάγια, και πάσαι πολυάνθρωποι φθοραί, είτε εκ γής, είτε εκ θαλάσσης, είτε εξ αέρος, ή πυρός, ή εξ οποιασούν αιτίας επιγινόμεναι, εις τον των υπολειπομένων σωφρονισμόν γίνονται, την πάνδημον πονηρίαν δημοσίαις μάστιξι του Θεού σωφρονίζοντος... Το μέν ούν κυρίως κακόν η αμαρτία, όπερ μάλιστά εστι της του κακού προσηγορίας άξιον, εκ της ημετέρας προαιρέσεως ήρτηται∙ εφ’ ημίν όντος ή απέχεσθαι της πονηρίας ή μοχθηροίς είναι. Των δε λοιπών τα μέν ως αγωνίσματα εις επίδειξιν ανδρίας προβάλλεται... τα δε ως θεραπεία των ημαρτημένων... τους λοιπούς σωφρονεστέρους τω υποδείγματι πεποιήκασιν». Μ. Βασιλείου, Ε.Π.Ε., 7.98-102.
42. «Ο πρός υγείαν προσφέρων την παιδείαν, εν τη αγάπη παιδεύει∙ ο δε εκζητών εκδίκησιν, κενός εστιν εκ της αγάπης. Ο Θεός παιδεύει εν τη αγάπη ουκ αμυνόμενος, μη γένοιτο, αλλ’ ίνα ιαθή η εικών αυτού ζητεί, και ου φυλάττει την οργήν εις καιρόν. Ούτος ο τρόπος της αγάπης εκ της ευθύτητός εστι, και εμπαθώς εις άμυναν ουκ εκκλίνει. Δίκαιος σοφός, τω Θεώ εστίν όμοιος∙ ου γάρ παιδεύει παντελώς άνθρωπον, αμυνόμενος αυτόν εις την κακίαν αυτού, αλλ’ ή ίνα διορθωθή, ο άνθρωπος, ή άλλοι φοβηθώσιν». Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ογ΄.
43. «Τα εν Άδου κακά ου Θεόν έχει τον αίτιον, αλλ’ ημάς αυτούς». Ε.Π.Ε. 7.92.
44. «Ο διάβολος απέβη ο «άρχων της ύλης». Αθηναγόρου, Πρεσβ. 24, 25. «Το ανθρώπινον γένος εαυτοίς εδούλωσαν (οι δαίμονες)... και πάσαν κακίαν έσπειραν. Όθεν και ποιηταί και μυθολόγοι, αγνοούντες τους αγγέλους και τους εξ αυτών γεννηθέντας δαίμοντας, ταύτα πράξαι εις άρρενας και θηλείας και πόλεις και έθνη, άπερ συνέγραψαν, εις αυτόν τον Θεόν... ανήνεγκαν». Αγ. Ιουστίνου, Β΄ Απολ. 5, 3-5.
45. «Εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α΄ Ιωάν. γ΄ 8).
46. «‘Ωσπερ η βασιλεία του σκότους και η αμαρτία κέκρυπται εις την ψυχήν έως ημέρας της αναστάσεως, όταν και αυτό το σώμα των αμαρτωλών τω σκότει καλυφθή τω από του νύν κεκρυμμένω εις την ψυχήν, ούτω και η βασιλεία του φωτός και η επουράνιος εικών. Ιησούς Χριστός, μυστικώς νύν την ψυχήν φωτίζει, και βασιλεύει εις την ψυχήν των Αγίων. Κεκρυμμένος δε από των οφθαλμών των ανθρώπων... έως ημέρας της αναστάσεως, ότε και αυτό το σώμα καλυφθήσεται και δοξασθήσεται τω του Κυρίου φωτί, τω όντι από του νύν εν τω ανθρώπω εις την ψυχήν, ίνα και αυτό το σώμα συμβασιλεύση τη ψυχή τη από του νύν λαμβανούση την βασιλείαν του Χριστού, αναπαυομένη και φωτιζομένη φωτί αιωνίω». Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλία Β΄.
47. «Ου πάντες δεχόμενθα τάς ευεργεσίας ομοίως. Αλλ’ οι μέν το πύρ του Κυρίου, ήτοι τον λόγον αυτού, διά της εργασίας ως κηρός απαλώτεροι γίνονται τη καρδία, οι δε διά της αργίας ως πηλός σκληρότεροι μάλλον και λιθώδεις επιδεικνύμεθα. Και εν τω μη δέχεσθαι ομοίως, ουκ αναγκάζει τινά ημών∙ ώσπερ ο ήλιος τάς ακτίνας καταπέμπει και φωτίζει πάντα τον κόσμον και ο μέν θέλων οράν αυτόν, οράται παρ’ αυτού. Ο δε μη θέλων αυτόν οράν, ου βιάζεται παρ’ αυτού∙ και ουδείς αίτιος της του φωτός στερήσεως ειμή αυτός ο μη θέλων έχειν αυτό. Ο γάρ Θεός τον ήλιον εποίησε και τον οφθαλμόν. Ο δε άνθρωπος έχει εξουσίαν. Ούτω και ενταύθα∙ ο Θεός πάσι μέν καταλάμπει τάς γνώσεις ως ακτίνας, έδωκε δε μετά την γνώσιν και την πίστιν ως οφθαλμόν. Ο ούν προαιρούμενος διά της πίστεως βεβαίαν την γνώσιν λαβείν, δι’ έργων φυλάττει την μνήμην, ώ και δίδωσιν ο Θεός μείζονα προθυμίαν, γνώσίν τε και δύναμιν». Φιλοκαλία, τ. Γ΄ σελ. 8.
48. Φώτη Κόντογλου, Εκκλησιαστικά Ημερολόγια, Ορθόδοξος Τύπος, Αθήνα, 1 Ιανουαρίου 1971
49. «Παράδεισός εστιν η αγάπη του Θεού εν ή η τρυφή πάντων των μακαρισμών... Το ξύλον της ζωής εστίν η αγάπη του Θεού». Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγος οβ΄.
50. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ομιλία 13.2. Παραίνεσις πρός το Άγιον Βάπτισμα, P.G. 31. 428 και 95. 1272.
51. «Οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι, τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται... Άτοπόν εστι λογίζεσθαί τινα, ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεένη στερούνται της αγάπης του Θεού. η αγάπη έκγονόν εστι της γνώσεως της αληθείας, ήτις ομολογουμένως κοινώς πάσι δίδοται. Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον∙ τους μέν αμαρτωλούς κολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει πρός φίλον από φίλου^ τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή». Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγος πδ΄.
52. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, τομ. 40, σελ. 60-61.
53. «Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος. Πάν όπερ αν θέλης εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ δουλεύσω. Ήλθον γάρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε πρός εμέ. Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε. Άνω υπέρ σού εντυγχάνω τω πατρί. Κάτω υπέρ σού πρεσβευτής παραγέγονα παρά του πατρός. Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;» Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. Εις το κατά Ματθαίον Ομιλία ΟΣΤ΄ Ε΄, P.G. 58, 700.
54. «Το τέλος του κόσμου δε σημαίνει την καταστροφή του αλλά τη μεταμόρφωσή του. Όλα θά μεταμορφωθούν αμέσως, εν ριπή, οφθαλμού... και ο Κύριος θά εμφανιστεί «εν δόξη», επί νεφελών. Οι σάλπιγγες θά ηχήσουν δυνατά. Θά ηχήσουν στην ψυχή και τη συνείδηση! Όλα θά γίνουν σαφή στην ανθρώπινη συνείδηση. Μιλώντας γιά τη Δευτέρα Παρουσία, ο προφήτης Δανιήλ αφηγείται πώς ο Παλαιός των Ημερών, ο Κριτής, κάθεται στό θρόνο Του και μπροστά Του είναι ένας πύρινος ποταμός (Δαν. α΄ 9-10). Η φωτιά είναι στοιχείο καθαρισμού, εξαγνισμού: καίει τις αμαρτίες. Αλοίμονο στον άνθρωπο που η αμαρτία έχει γίνει μέρος της φύσης του∙ η φωτιά θά κάψει τον ίδιο τον άνθρωπο. Η φωτιά αυτή θά ανάψει μέσα στον άνθρωπο∙ βλέποντας το Σταυρό μερικοί θά αγάλλονται, άλλοι όμως θά πέφτουν σε σύγχυση, τρόμο και απελπισία. Έτσι οι άνθρωποι θά χωριστούν αμέσως. Η ίδια η κατάσταση της ψυχής του ανθρώπου τον τοποθετεί στη μια πλευρά ή την άλλη, δεξιά ή αριστερά. Όσο περισσότερο συνειδητά και επίμονα ένας άνθρωπος αγωνίζεται γιά το Θεό στη ζωή του, τόσο μεγαλύτερη θά είναι η χαρά του όταν ακούσει: «Δεύτε οι ευλογημένοι». Και αντίστροφα: τα ίδια λόγια θά καλέσουν τη φωτιά του τρόμου και των βασάνων σ’ εκείνους που δεν τον ήθελαν, σ’ εκείνους που τον απόφευγαν και τον πολεμούσαν ή τον βλασφημούσαν στη διάρκεια της ζωής τους. Η Δευτέρα Παρουσία δε γνωρίζει μαρτυρία ή γραφτό πρωτόκολλο! Όλα έχουν καταγραφεί στις ψυχές των ανθρώπων και αυτές οι καταγραφές, αυτά τα βιβλία, ανοίγονται στην Κρίση. Όλα γίνονται φανερά σε όλους και στον καθένα. Και μερικοί θά ευφραίνονται, ενώ άλλοι θά βασανίζονται. Όταν «βίβλοι ανοίγωνται» θά γίνει φανερό ότι οι ρίζες κάθε κακίας βρίσκονται στην ψυχή του ανθρώπου. Εδώ είναι ένας μέθυσος ή ασελγής∙ μερικοί νομίζουν ότι όταν νεκρώθηκε το σώμα, νεκρώθηκε και η αμαρτία. Όχι! Μέσα στην ψυχή υπήρχε μια κλίση πρός την αμαρτία, η οποία φαινόταν γλυκιά στην ψυχή και αν η ψυχή δεν έχει μετανοήσει γιά την αμαρτία και δεν έχει ελευθερωθεί απ’ αυτήν θά έρθει στη Δευτέρα Παρουσία με την ίδια επιθυμία γιά την αμαρτία. Ποτέ δε θά ικανοποιήσει την επιθυμία αυτή και σ’ αυτή την ψυχή θά επιβληθεί το βάσανο του μίσους. Θά κατηγορεί όλους και όλα στη βασανιστική της κατάσταση, θά μισεί όλους και όλα. «Εκεί εστιν ο βρυγμός των οδόντων» μιας ανίσχυρης κακίας και μιας άσβεστης δίψας μίσους. Μία «πύρινη γέεννα»... έτσι είναι η εσωτερική φωτιά. «Εδώ εστι ο βρυγμός και τρυγμός των οδόντων». Αυτή είναι η κατάσταση της κόλασης». (Αρχιεπισκόπου Ιωάννου Μαξίμοβιτς, «The Last Judgement» (Δευτέρα Παρουσία), περιοδικό «Orthodox Word» (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1966) τ. 177-178.